Tuesday, July 5, 2016

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Το Μανιφέστο της Σκατοψυχιάς


Μήπως είμαι ρατσιστής;
Μήπως είμαι μισογύνης;
Μήπως είμαι μισάνθρωπος;
Μήπως είμαι ψυχασθενής;


Τις περισσότερες φορές που ανεβάζω τα διάφορα σούργελα, πάντα υπάρχει μια φωνή (συνήθως γυναικεία είναι και πείτε με ότι θέλετε αλλά τα γεγονότα είναι απλά γεγονότα) η οποία θα αναφωνήσει με στόμφο «Και εσύ τι πρόβλημα έχεις ρε φίλε;» και μετά φυσικά πρέπει να κάτσω κάθε φορά να εξηγήσω τη θέση μου, όχι από ψυχαναγκασμό, αλλά επειδή μισώ θανάσιμα οτιδήποτε έχει να κάνει –έστω και από μακριά- με το ρατσισμό κατά κύριο λόγο αλλά και γιατί είναι εντυπωσιακό το πόσο εύκολα παρεξηγούνται κάποιοι.


Πρώτα απ’όλα θέλω να ξεμπερδεύω με κάτι που θεωρώ άκρως προσβλητικό και αυτό είναι ο ρατσισμός. Τον απεχθάνομαι σε όλες του τις εκφάνσεις. Κάθετα. Και τέλος. Εάν κάποιοι πιστεύετε ότι είμαι ρατσιστής επειδή αναφέρομαι κοροϊδευτικά σε κάποιους και τραβάω ορισμένες πλάκες από τα μαλλιά, λυπάμαι αλλά δεν ξέρετε τι είναι ρατσισμός. Μάθετε πρώτα και μετά ελάτε να συζητήσουμε.


Aπό εκεί και πέρα δεν έχω κάποιο «πρόβλημα» ή δε με «ενοχλεί». Αν είχα πρόβλημα, δε θα γελούσα. Το ίδιο και αν με ενοχλούσε κάτι. Δεν ξέρω αν το συνειδητοποιείτε αλλά όταν γελάς με κάτι που σε ενοχλεί, έχεις άλλου τύπου προβλήματα που δεν λύνονται μέσω των σόσιαλ μύδια που λέει και ο Σίλας Σεραφείμ (αγαπάμε).


Ας πιάσουμε όμως τα βασικά.
Όλοι μας κάθε πρωί που σηκωνόμαστε από το κρεβάτι, κάνουμε μια επιλογή ρούχων για να βγούμε από το σπίτι. Οι γυναίκες λοιπόν που έχετε και μεγαλύτερη γκαρνταρόμπα και πιο πλούσια χρωματική παλέτα, τις περισσότερες φορές, δε θα διαλέξετε ένα φούξια κολλητό παντελόνι με μια καφέ κελεμπία-ριχτάρι από πάνω. Νταξ, εμείς το ‘χουμε πιο εύκολο, αλλά και πάλι, δε θα φορέσουμε τζην κάτω με μωβ σκαρπίνι και λαχανί πουκάμισο.

Υπάρχει λόγος που κανένας –ανεξαρτήτως φύλου- δεν κάνει τέτοιες στυλιστικές επιλογές: Δεν θέλουμε να μας δείχνουν οι άλλοι και να γελάνε.


Ομοίως, για λόγους που δεν υπάρχει λόγος να εξετάσουμε, μπορεί κάποιοι από εμάς να έχουμε παραπανίσια κιλά. Δεν έχει καν σημασία το πόσα. Εμείς οι άντρες λοιπόν, υπάρχει πολύ συγκεκριμένος λόγος που δεν φοράμε μπλουζάκια για κούκλες καταστημάτων πάνω από τη μπυροκοιλιά που μοιάζει να είναι περίπου στον 14ο μήνα της εγκυμοσύνης. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο εσείς οι γυναίκες όταν έχετε περιττά παχάκια, αποφεύγετε τα τσιτωμένα προκλητικά ρούχα ή ακόμα χειρότερα τα αραχνοΰφαντα seethrough που βγάζουν στη φόρα αυτές τις ατέλειες.

Θέλετε να το γυρίσουμε σε κοινωνική συζήτηση για το πώς η κοινωνία μας θέλει να κρυβόμαστε όταν έχουμε ατέλειες; Μπορούμε. Αλλά δεν έχει νόημα και δεν είναι επί του παρόντος.

Α και κάπου εδώ πρέπει να ενοχοποιήσουμε –ναι, σωστά διαβάσατε- τα περιττά κιλά και να σταματήσει το παραμύθι με το «είμαι ακόμπλεξάριστος/η». Δεν είναι τυχαίο που σε οποιονδήποτε γιατρό και να πάτε, η πρώτη κουβέντα θα είναι «χάσε βάρος», όχι για να φτάσεις σωστό δείκτη μάζας σώματος και να γίνεις εξώφυλλο στην ανορεκτική Vogue, αλλά γιατί όταν είσαι υπέρβαρός είσαι δυσλειτουργικός σε πάρα πολλούς τομείς (από ορθοπεδικά μέχρι αιματολογικά) και ρισκάρεις την μετέπειτα υγεία σου. Α και όποιος θέλει να μου πει για το χοντρό θείο του που πέθανε 130 χρονών και ήταν 290 κιλά, πριν κάνει τον κόπο να γράψει, να κάνει μια μελέτη για το πόσοι είναι αυτοί που μπορούν με άσωτη ζωή να ξεπεράσουν το μέσο όρο ηλικίας.

Α, φυσικά εδώ μπορείτε κάλλιστα να μου πείτε «Μια ζωή την έχουμε» κτλ. Δικαίωμά σας να κάνετε ότι γουστάρετε. Δικαίωμά μου να εκφράσω δημοσίως τη γνώμη μου, όχι γιατί είμαι κριτής των πάντων και υπεράνω, αλλά γιατί έχω κρίση και γνώμη και δε φοβάμαι να την εκφράσω δημοσίως, όπως οι περισσότεροι. Και στην τελική δεν είναι τυχαίο που δεν κράζω π.χ. τη Μαρίζα Κωχ ή τον Κραουνάκη (αυτός είναι για ξύλο αλλά για άλλους λόγους) για το βάρος τους, επειδή ακριβώς δεν προκαλούν κανέναν.

Αφού λοιπόν ξεκαθαρίσαμε και τα του πάχους, να γυρίσω λοιπόν στο γεγονός ότι οι περισσότεροι –ας μην χρησιμοποιήσω τη λέξη  «κρύβουμε»-, αν μη τι άλλο, δεν επιδεικνύουμε προκλητικά τα περιττά κιλά μας αλλά τουλάχιστον τα καμουφλάρουμε επιμελώς. Υπάρχει λόγος που το κάνουμε και αυτό: Δεν θέλουμε να μας δείχνουν και να γελάνε.


Για τα περί μισογυνισμού που μου προσάπτονται, τα πράγματα είναι πολύ απλά: Δεν είμαι μισογύνης, απλά πιστεύω πως οι Γάλλοι έκαναν και κάτι σωστό όταν είπαν «cherchez la femme» (ψάχτε τη γυναίκα), κοινώς πίσω από κάθε μεγάλη καταστροφή κρύβεται μια γυναίκα. Ομοίως θα μπορούσαμε να πουμε ότι γίνεται το ίδιο και για κάθε επιτυχημένο άντρα που βλέπουμε αλλά αυτό δε με εξυπηρετεί όταν κράζω, οπότε δεν το χρησιμοποιώ. Αυτό που είμαι με τα χίλια, είναι σεξιστής. Δεν πιστεύω με την καμία στην ισότητα των φύλων. Προσοχή εδώ: Όχι σε επίπεδο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά σε επίπεδο φύλων.

Πριν ανοίξετε το στόμα σας για να κράξετε, ξαναδιαβάστε την παραπάνω πρόταση και σκεφτείτε την καλά γιατί προβλέπω να διαβάζω ατελείωτες μπούρδες τις οποίες οι φεμινίστριες ξερνάνε ανερυθρίαστα μη συνειδητοποιώντας το πόσο χαμηλού νοητικού επιπέδου είναι. Δεν μπορούμε να είμαστε ίσοι γιατί πολύ απλά είμαστε διαφορετικοί. Πολύ διαφορετικοί. Όπως ένα mixer και ένα blender. Ακριβώς έτσι. Το καθένα είναι φτιαγμένο να κάνει τη δουλειά του μέσα στην κουζίνα και μάλιστα και τα δύο είναι απαραίτητα. (To πιάσατε το υπονοούμενο οι φεμινίστριες για το παράδειγμα της κουζίνας, έτσι; )

Και όχι, δεν ζω με βάση τη ρήση του μεγάλου Sledge Hammer «Women are supposed to be at home, barefoot and pregnant». Μισώ τον ισοπεδωτισμό των φύλων σε όλα του τα επίπεδα και πιστεύω ότι είναι υπεύθυνος (μαζί με τις φεμινίστριες) για τη σημερινή τραγελαφική κατάσταση που έχουν περιέλθει οι σχέσεις των δύο φύλων. Α επίσης, το μόνο για το οποίο είναι χρήσιμες οι φεμινίστριες στις δυτικές κοινωνίες, είναι για να γράφουν με spray στους τοίχους των σπιτιών τους τα ηλίθια φεμινιστικά τους συνθήματα και μετά να τα καθαρίζουν. Και μετά από καθαρό ψυχαναγκασμό να τα ξαναγράφουν και να τα ξανακαθαρίζουν.


Υπάρχει και άλλο κουλό που δε θα έδινα σημασία αλλά επειδή το άκουσα και αυτό από κοντινό μου πρόσωπο, θα κάνω την καρδιά μου πέτρα και θα το πιάσω και αυτό: Ομοφυλόφιλοι. Υπάρχουν αυτοί που νομίζουν ότι έχω πρόβλημα με τους ομοφυλόφιλους. Εσείς λοιπόν που το νομίζετε αυτό ξεκαθαρίστε κάτι στο μυαλό σας: Υπάρχει σαφέστατος διαχωρισμός μεταξύ του «Ομοφυλόφιλος / gay» και του «κραγμένη του κερατά». Επειδή λοιπόν δε σας ενδιαφέρει να κάτσετε να κάνετε το διαχωρισμό αλλά με συνοπτικές διαδικασίες να τσουβαλιάσετε (τι αστείο, με κατηγορείτε για το ίδιο πράγμα…) αυτά που ανεβάζω, ας τον κάνω εγώ για εσάς. Επειδή έχω κάνει αρκετά χρόνια παρέα με ομοφυλόφιλους, διαπίστωσα πως –όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι και αυτοί, χωρίζονται σε αυτούς που προκαλούν και αυτούς που είναι αξιοπρεπείς. Εξ’ου και ο παραπάνω διαχωρισμός. Και φυσικά το εάν είσαι γελοίος, δεν έχει καμία σχέση με το σεξουαλικό σου προσανατολισμό, οπότε αποφύγετε αυτές τις επικίνδυνες γενικεύσεις. Πάλι, δεν είναι τυχαίο που δεν ασχολήθηκα ποτέ με το Γ. Μαρίνο ή την Αρλέτα, λόγου χάρη. Σας λέει κάτι αυτό; Μπα ε;


Και για να το σουμάρουμε όλο το παραπάνω στο εξής απλό παράδειγμα:

Γιατί γελάω με έναν άντρα μανικιουρίστα που κουνάει και την αχλαδιά;
Γιατί πολύ απλά μου είναι τόσο ξένο που μου φαίνεται αστείο. Αλλά τίποτα μα τίποτα πέρα από αυτό. Γελάω για να καλύψω την άγνοιά μου; Μπορεί.
Θα γινόμουν μανικιουρίστας; Όχι. Αλλά δε δέχομαι σε καμία μα καμία περίπτωση οτι ενοχλούμαι από έναν άντρα μανικιουρίστα που ξεχνουδιάζει τα ροδάκινα.

Αν υπήρχε άντρας που θα μπορούσε να μου κάνει σωστά μια "γυναικεία" δουλειά (αν π.χ. έφτιαχνα τα νύχια μου) και μπορούσα να τον εμπιστευτώ στη δουλειά του, δε θα το σκεφτόμουν ούτε δευτερόλεπτο το να πάω σε αυτόν, ανεξάρτητα του σεξουαλικού του προσανατολισμού, του ντυσίματός του και όλα αυτά τα επιφανειακά με τα οποία νομίζετε ότι έχω πρόβλημα.


Γενικότερα, ας έχετε στο μυαλό σας το εξής πολύ απλό:

Όταν ζεις σε ένα κοινωνικό σύνολο, εκτίθεσαι. Εκτίθεσαι με το που βγαίνεις έξω από την πόρτα της ιδιοτικότητάς σου –ή αλλιώς του σπιτιού σου-. Σε βλέπει κόσμος και απ’αυτό που βλέπει, σχηματίζει μια άποψη.

Όχι, έλεος μην αρχίσετε πάλι τις βαρύγδουπες γελοιότητες «μην κρίνεις από την εξωτερική εμφάνιση». Θέλετε δε θέλετε, όλοι σας κρίνετε από την εξωτερική εμφάνιση. Το γεγονός ότι κάποια στυλάκια σας είναι πιο οικεία και δεν νιώθετε την ανάγκη να κάνετε σαν μπαρμπάδια που βλέπουν μαλλιάδες και τους λένε σατανιστές, δε σημαίνει ότι δεν κρίνετε από την εμφάνιση. Και όσοι από εσάς καυχηθείτε ότι δεν το κάνετε, απλά είτε λέτε ψέματα στον εαυτό σας, είτε δεν έχετε καταλάβει ότι το κάνετε ασυναίσθητα.

Απλά πράγματα: Βλέπετε έναν τύπο να βολτάρει, που είναι στην πέννα φρεσκοξυρισμένος, κουστουμάτος, με το αρωματάκι του και ένα γοητευτικό χαμόγελο αυτοπεποίθησης (νταξ, οι κυρίες μη σαλιαρίζετε, ξεκολλάτε). Θέλετε να μου πείτε ότι δε θα σκεφτείτε τίποτα: Ούτε τι δουλειά θα μπορεί να κάνει, ούτε από τι οικογένεια θα μπορεί να είναι, ούτε και το πόσα θα βγάζει. Καλά οι κυρίες στάνταρ δε σκέφτονται και τι να του πουν για να κάνουν τα παιδιά του….

Και εδώ είναι το μεγάλο ζήτημα: Σε πολλούς αυτό το στυλάκι που περιέγραψα, δεν αρέσει, οπότε δεν ασχολούνται, συνεπώς δικαίως θα μου γράψουν από κάτω «δε σκέφτομαι τίποτα γιατί δε με ενδιαφέρει». Ναι αλλά υπάρχουν και άλλα στυλάκια που σας ενδιαφέρουν! Όταν λοιπόν έρθετε αντιμέτωποι με ένα τέτοιο στυλάκι που σας είναι πιο οικείο, αμέσως αρχίζετε να σκέφτεστε διάφορα πράγματα γι’αυτόν (ή αυτήν) που φέρει το συγκεκριμένο στυλάκι.

Δεν είναι κακό. Δεν είναι μεμπτό. Είναι απόλυτα φυσιολογικό, γιατί είμαστε κοινωνικά όντα και ζούμε σε ένα κοινωνικό σύνολο, οπότε είναι απολύτως φυσιολογικό το να ασχολούμαστε και με το τι κάνει αυτός που είναι δίπλα μας. Άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο, ελάχιστοι καθόλου. Προσωπικά τουλάχιστον είμαι σε αυτούς που τους αρέσει να ασχολούνται περισσότερο (hello Captain Obvious!), όχι γιατί έχω χρόνο για χάσιμο αλλά γιατί έχει πλάκα και είναι πάντα ένα ευχάριστο θέμα που προκαλεί ευεξία σε αρκετούς από εμάς. Τώρα σ’εσάς που δεν προκαλεί, σας λυπάμαι –αρχικά- και επίσης, ελπίζω να έχετε καλούς φίλους που να σας κάνουν να γελάτε.

Και για να το κλείσουμε όλο αυτό το σεντόνι, μπορείτε ελεύθερα να θεωρήσετε ότι είμαι μισάνθρωπος και χαίρομαι με τη βλακεία των άλλων. Απλά να ξέρετε ότι κάνετε το ίδιο πράγμα για το οποίο κατηγορείτε εμένα: Με κρίνετε, χωρίς να με ξέρετε και ειλικρινά, χαίρομαι πολύ γι’αυτό :D





Monday, February 1, 2016

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Η δηθενιά της χιπστεριάς


Συχνάκις εισπράττω κριτική για το γεγονός ότι τα έχω βάλει τόσο σφοδρά με τους χιπστεράδες και το χιπστερισμό γενικότερα. «Τι σου έχουν κάνει» είναι ένα από τα πιο συχνά ερωτήματα, λίγο πριν ξεκινήσει η κριτική. «Τίποτα» είναι η απάντηση. Αλίμονο αν ήμουν τόσο ευάλωτος ώστε να μπορεί να με αγγίξει –με οποιονδήποτε τρόπο- η χιπστεριά.

Τι γίνεται όμως; Γιατί το χιπστερικό κίνημα μου είναι τόσο απεχθές; Τι διαφορά έχει από μια οποιαδήποτε άλλη μόδα, η οποία έρχεται και παρέρχεται; Για ποιο λόγο θεωρώ ότι οι χιπστεράδες (και οι χιπστερούδες ε;) αξίζουν μόνο για να δοκιμάζουν νάρκες;

Η απάντηση είναι πάρα πολύ απλή: Οι μόδες γενικότερα δεν συνοδεύονται από κάποια ιδεολογία. Σου έρχονται με το γνωστό σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας και σου λένε «Εδώ είμαι». Αν θες, τις υιοθετείς. Αν δε θες, μένεις μακριά. Ο χιπστεράς όμως, πέρα από τη φάτσα βραδύποδα σε οργασμό, σου φέρνει και ένα τσουβάλι δήθεν ιδεολογίας για να σου δικαιολογήσει την επιλογή του. Μια ιδεολογία που μπορεί μόνο να συγκριθεί με αυτή τη γκριζόμαυρη γλίτσα που μένει στους πλαστικούς σωλήνες αποχέτευσης.

Ναι αλλά γιατί όμως τόσο μένος για μια ιδεολογία που –πολύ απλά- μπορείς και να μην ασπαστείς;

Γιατί πολύ απλά ο χιπστερισμός και η δήθεν ιδεολογία του, έρχονται παρέα με την δηθενιά, την ημιμάθεια και το ξερολίστικο τουπέ, ένας συνδυασμός που  –σ’εμένα τουλάχιστον-προκαλεί μια ιδιόμορφη αναγούλα που μου φέρνει κακές αναμνήσεις, από τότε έφτυνα τις bebelac γιατί δεν είχαν γεύση Μακαρόνια.

Δηθενιά. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της δηθενιάς, είναι αυτή η «ρετρίλα» που διακατέχει όλα αυτά τα δίποδα σουρωτήρια ιδεολογίας. Μια ρετρίλα ανούσια, καθώς όλοι αυτοί, αν καλούνταν να ζήσουν στην εποχή που –και καλά- αναπολούν και θέλουν να αναπαράγουν, το πιο πιθανό είναι ότι θα είχαν αυτοκτονήσει καταπίνοντας τσουβάλια φαγόπυρου.

Γιατί στο χιπστερισμό είναι κουλ να ντύνεις το αηφώνι 6 με πλαστική θήκη με ξύλινο τύπωμα. Και φυσικά είναι πολύ κουλ να έχεις και ένα ακουστικό από περιστροφική τηλεφωνική συσκευή Siemens του ’80. Το οποίο όμως, πρέπει να περιέχει κάψες (ναι χιπστεράδες, ψάχτε να δείτε τι είναι οι κάψες) που να ανταποκρίνονται στα hi-fi standards ενός αηφωνιού, γιατί αν ο χιπστεράς ακούσει τη φωνή της χιπστερούς όπως ακούγαμε εμείς τις φωνές το ’80, θα βάλει τα κλάματα...

Γιατί στο χιπστερισμό είναι κουλ να κυκλοφορείς με ρετρίλα βεσπάκι, το οποίο όμως έχει τελευταίας τεχνολογίας κινητήρα με injection και ηλεκτρική μίζα. Γιατί αν βάλεις το χιπστερά να κυκλοφορήσει με αληθινό βεσπάκι του ’80 που θέλει μανιβέλα και έχει τσοκ (και όχι ηλεκτρονική ανάφλεξη με injection), το πιο πιθανό είναι να το πετάξει στον πλησιέστερο κάδο ανακύκλωσης (ναι, τουλάχιστον ο χιπστεράς έχει οικολογική συνείδηση… Κατά κανόνα πάντα…)…

Γιατί στο χιπστερισμό, μπορείς να προβάλλεις στον προτζέκτορα ενός μαγαζιού εστίασης, το Prince of Persia και να μη σε πάρουμε με τις πέτρες όλοι εμείς που λιώσαμε να παίζουμε 8μπιτα παιχνίδια και κάναμε αμάν να μπορέσουμε να πάμε σε κάτι πιο ποιοτικό με παραπάνω από 16 χρώματα.

Γιατί στο χιπστερισμό, μπορείς πολύ απλά να πάρεις ένα παλιό κομμάτι στο οποίο θα προσθέσεις το εφέ του βινυλίου (το οποίο κάνανε αμάν κάποιοι για να καθαρίσουν…), θα το «φέρεις» ώστε να είναι ακριβώς στο μετρονόμο (που ακούστηκε να γράφουν με μετρονόμο τότε;) και μετά θα του βάλεις και ένα κουλτουρομπιτ από πάνω, για να φαίνεται σύγχρονη ψαγμενιά.

Και έρχεται τώρα ο χιπστεράς που οι γνώσεις του σταματούν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 (κάπου εκεί γεννήθηκε), να σου πουλήσει πνεύμα και κουλτούρα για το πώς ήταν ο κόσμος … «παλιά». Και όχι απλά να σου πουλήσει πνεύμα, αλλά να σου πει με ένα ρομαντισμό πιο άρρωστο από σκουμπρί με συνάχι, ότι «τότε ήταν ωραία», χωρίς βέβαια να ρωτήσει αυτούς που ζούσαν «τότε» πόσο ωραία ήταν και χωρίς –φυσικά- να μπορεί να ζήσει ο ίδιος στην εποχή που αναπολεί.

H χιπστεριά γενικότερα βασίζεται στην εικόνα και την επιφάνεια. Συνεπώς, αν απογυμνώσεις τον χιπστερά των ’10s από όλα αυτά τα σύγχρονα εργαλεία που του δίνουν την άνεση και το τουπέ, το μόνο που μένει είναι ένας ασπόνδυλος, αγνώμων, γυμνοσάλιαγκας, χωρίς ενδιαφέροντα και περιεχόμενο, ανίκανος να σταθεί οπουδήποτε.




Wednesday, January 20, 2016

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Κουλτουρομουσικόφιλοι και μεταλλοξερόλες


…γενικότερα πρέπει να το πουλάς. Ακόμα και αν δεν το έχεις. Πρέπει να το πουλάς, για να δείξεις ότι είσαι κάποιος, ότι ξέρεις κάτι, ότι τέλος πάντων, δικαιολογείς το οξυγόνο που –κατ’ουσίαν- σπαταλάς. Οι μουσικές γνώσεις γενικότερα είναι και εύκολο προϊόν. Βρίσκεις εκεί μια μπάντα που δεν την ξέρουν ούτε αυτοί που παίζουν σ’αυτήν (Albert, για παράδειγμα… Όνομα κι’αυτό για μπάντα… Έλεος, τι πίνανε τα παιδιά; ), αρχίζεις να παραφουσκώνεις τις ανύπαρκτες ικανότητες των μελών της, παραφουσκώνεις και τα τιποτένια τραγούδια της και το πουλάς.

Πουλάς μούρη. Πουλάς γνώση, πουλάς φούμαρα ανασφάλειας για να δείξεις ότι κάποιος είσαι και ότι κάτι ξέρεις. Μιλάμε για «το έλα να δεις» του κενού. Οι πρώτες μου επαφές με τέτοια άτομα ήταν –προφανώς- στη μεταλλική κοινότητα, όπου οι γνωστοί μεταλλοπατέρες που είχαν ψάξει και την τελευταία μπάντα γιδοβοσκών ψαράδων στο Άνω Καταράχι του Illinois, οι οποίοι έπαιζαν κάτι μεταξύ… Όχι, όχι, δεν το παίζω –πλέον- αυτό το παιχνίδι των χαρακτηρισμών. Βαριέμαι. Παίζανε κουλαμάρες. Κουλαμάρες με σάλτσα τράγου και εσάνς ανικανότητας. Γι’αυτό δε τους έμαθε ούτε η μάνα τους. Ποτέ όμως.

Οι μεταλλοπατέρες παρ’όλα αυτά πουλούσανε μούρη γιατί με βαρύγδουπες λέξεις, σε πείθανε ότι αυτοί οι τραγοβοσκοί πορνοσταρ, μια μέρα θα γίνονταν διάσημοι. Κρατούσανε δε και τη μύτη τους ψηλά και πετούσαν τη γνωστή ατάκα «που να ξέρεις εσύ από αυτά» για να σε κάνουν να νιώσεις και άσχημα που δεν είχες ασχοληθεί μέχρι τώρα με το «ktinovasia metal». Προφανώς βέβαια, η κατάληξη όλων αυτών των «συγκροτημάτων» ήταν η αναμενόμενη: Ή που θα τους εξηγούσε τον έρωτα ο τράγος στον οποίο έκαναν μεταλλική καντάδα, ή –στην χειρότερη- θα παίζανε το «χτύπα με να σε χτυπώ, να ερωτευτούμε στο βυθό» με έναν θαλάσσιο ελέφαντα. Με άλλα λόγια, άπαντες, άπατοι.

Με τα χρόνια, κατάφερα να ξεφορτωθώ όλη αυτήν την τραγίλα από τις πλάτες μου  και πάνω που χάρηκα ότι ξέφυγα από την πανούκλα της μουσικοξερολίασης, το σύμπαν μου έκανε ένα νεύμα με το μεσαίο του δάχτυλο και μετά με έχωσε στο λάκκο με τους κουλτουριαραίους. Ναι, εντάξει, είναι εκεί που κάποια στιγμή –όταν είσαι κοντά στο τέλος της ζωής σου- αφηγείσαι καταστάσεις με τον τίτλο «η ζωή παίζει περίεργα παιχνίδια»...

Κουλτουριαραίοι λοιπόν. Εκεί που νόμιζα ότι ο πάτος ήταν οι τραγομεταλλοξερόλες, ξαφνικά βρέθηκα μπλεγμένος με τριχωτούς ξυπόλητους χίπηδες των δύο ακόρντων και του λιγδωμένου cajon που βρωμάει ποδαρίλα.

Δε γίνεται ρε. Δεν είναι σωστό. Εκεί που λες ότι έχεις δει τον πάτο με τα μάτια σου και έχεις μάθει πλέον να διαχειρίζεσαι τους μεταλλοπατέρες, ξαφνικά σου σκάνε μύτη οι τζιβάτοι βρωμοπόδαροι με τη λιγδωμένη lac στο μαλλί και στο παίζουν υπερβατικά όντα που ενυπάρχουν στο μουσικό στερέωμα, παρέα με πουά δράκους, μονόκερους με εικοσάποντα και βραδύποδες με ζαρτιέρες.

Οι τύποι είναι το έσχατο του αίσχους. Δεν πάει παραπέρα. Όχι μόνο είναι κάτι τελευταίοι ψευτολελέδες, αλλά νομίζουν ότι το κλειδί του σολ, ανοίγει την πίσω πόρτα της Αλίκης που έκανε βόλτα στη χώρα των θαυμάτων. Όλο αυτό το μουσάτο συνονθύλευμα, απλά είναι ότι χειρότερο έχει να επιδείξει η εξελικτική θεωρία τους τελευταίους αιώνες. Το μόνο που ξέρουν είναι πώς να χειρίζονται το –απαραίτητο- αηφώνι τους και πώς να βγάζουν σέλφι.

Από μουσικές γνώσεις, είναι κλάσεις χειρότεροι από τους μεταλλοξερόλες καθώς το μόνο που μπορούν να αναγνωρίσουν, είναι οι ρε ματζόρε που βγάζουν όταν πέρδονται στοιχισμένοι. Συν βέβαια το γεγονός ότι οι μεταλλοπατέρες κάποτε έλιωναν για να βρουν κασέτες, βινύλια και να φτιάξουν μια μουσική συλλογή, ενώ τώρα τα φουντωτά κανις της κουλτούρας, παριστάνουν τους μουσικογνώστες με λίστες από youtube. Κατά τα άλλα, βρίσκουν –και αυτοί με τη σειρά τους- διάφορους άγνωστους ψαροβάτες (που το μόνο αναπαραγωγικό σύστημα που έχουν δει στη ζωή τους, είναι αυτό της μεσογειακής σαρδέλας) για να τους «πουλήσουν» σε κάτι πανηλίθια γκομενάκια μπας και τα ρίξουν. Και –δυστυχώς- τα ρίχνουν. Γιατί –ως γνωστόν- τα άνωθεν «γκομενάκια», ψαρώνουν αμέσως μόλις μυριστούν ψαγμενιά, άσχετα αν είναι ανυπόστατη και κενή περιεχομένου. Θέλουν απλώς να ζήσουν την αυταπάτη ότι –και καλά- έχουν δίπλα τους κάποιον ψαγμένο κουλτουριάρη…

Δεν πρόκειται να εξελιχθούμε ποτέ. Ποτέ όμως. Δαρβίνε, θα τα έβαζες τα κλάματα.




Monday, January 18, 2016

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Ψώνια κλίμακας και η εφαρμογή τους στα social media


Πόσο μ’αρέσει όταν ακούγομαι σα λόγιο μυγόχεσμα… Τον όρο «ψώνια κλίμακας» θα τον διαβάσει κανένας που να καταλαβαίνει και πέντε πράγματα και θα γελάει, αλλά είναι η καλύτερη περιγραφή που μπορώ να δώσω, για όποιον έχει υπομονή να διαβάσει παρακάτω.

Είναι γενικότερα γνωστό ότι τις ανοησίες του ο καθένας τις κάνει όπου τον παίρνει να τις κάνει. Εκτός αν είναι ηλίθιος… Όπως εγώ… Που έχω για μότο το “Shoot first, ask questions later” το οποίο με έχει βάλει σε μπελάδες ουκ ολίγες φορές αλλά τι να λέμε τώρα… Που είχαμε μείνει; Α. Ανοησίες. Επειδή λοιπόν ο περισσότερος κόσμος δεν είναι (τόσο) ηλίθιος, μαθαίνει πολύ γρήγορα το πόση μαγκιά μπορεί να πουλήσει, αναλόγως με το περιβάλλον που βρίσκεται.

Για κακή μου τύχη, η συγκεκριμένη συμπεριφορά παρουσιάζεται και στα δύο φύλα, απλώς έχει διαφορετική έκφανση στο καθένα. Μμμμμμ μου μυρίζει σεξισμός με τόση διαφορετικότητα αλλά το παραβλέπω.

Από όλα τα περιβάλλοντα που μπορεί να βρεθεί ένας άνθρωπος, το πιο εύκολο για να πουλήσει ανέξοδη μαγκιά, είναι αυτό που περιλαμβάνει μια οθόνη και ένα πληκτρολόγιο, το οποίο ενίοτε μπορεί να είναι και εντός της οθόνης. Από τότε που ανακαλύφθηκαν τα chat rooms κάποτε παλιά, απαξάπαντες αντιλήφθηκαν ότι μπορούσαν να κρυφτούν πίσω από ένα πληκτρολόγιο και μια πλαστή ταυτότητα για να πουλήσουν αυτό που ποτέ των ποτών δε θα μπορούσαν να πουλήσουν, αν βρίσκονταν μέσα σε μια παρέα, ή αν τέλος πάντων είχαν έναν άλλο άνθρωπο απέναντί τους. Οι πιο σώφρονες –που ανέκαθεν ήταν λιγότεροι- κατάλαβαν ότι δεν είναι ηθικό να πουλάς κάτι που δεν είσαι, αλλά στην καλύτερη να δώσεις απλά μια υπερβολική πλευρά του εαυτού σου.

Ήδη από τότε υπήρχαν τιτανοτεράστιες περσόνες όπως αυτή του νέρντουλα που έξω στο δρόμο δεν μπορούσες να του πάρεις κουβέντα γιατί κοιτούσε μόνο τα πλακάκια του πεζοδρομίου και μετρούσε ψυχαναγκαστικά τις ρωγμές που έβλεπε, ενώ μέσα στο chat room, ξεδίπλωνε τον σούπερ ήρωα που πάντα έκρυβε μέσα του. Αντίστοιχα, τότε, για να βρεις γυναίκα συνδεδεμένη σε chat room, έπρεπε να ακροβολιστείς στον πύργο των Αθηνών με τουφέκι που να έχει εμβέλεια κοντά στα πενήντα χιλιόμετρα μπας και δεις κάτι. Νταξ, δεν ήθελες τουφέκι, πύραυλο εδάφους-εδάφους ήθελες αλλά ας μην το κάνουμε θέμα. Το θέμα είναι πως αυτή η μια γυναίκα, μόλις έμπαινε στο chat room, τραβούσε όλη την προσοχή από τους ασέξουαλ ανέραστους νέρντουλες, οπότε ξαφνικά ένιωθε ότι ήταν η Cindy Crawford (μιλάμε για τότε έτσι; ). Άσχετα που κάθε πρωί που την έβλεπε ο καθρέφτης, την παρακαλούσε κλαίγοντας να τον σπάσει για να γλιτώσει το μαρτύριο. Μέσα στο chat room, ήταν γυναίκα, άρα θεά.

Τα χρόνια πέρασαν, η τεχνολογία εξελίχθηκε και έγινε προσιτή στον καθένα. Έτσι λοιπόν, ο αριθμός των χρηστών, αυξήθηκε γεωμετρικά, οπότε αυξήθηκαν γεωμετρικά και τα ανασφαλή ψώνια που πίσω από ένα πληκτρολόγιο και ένα άβαταρ με σεξουαλικό υπονοούμενο (κοιλιακούς, γλουτούς, μπούστο, πάρε να ‘χεις) αρχίσανε να πουλάνε… ό,τι μπορούσαν τέλος πάντων.

Αντίστοιχα λοιπόν και σήμερα, τα διάφορα ψώνια κλίμακας, ζυγίζουν το πόσο ψωνισμένοι μπορούν να το παίξουν, αναλόγως ποιος τους μιλάει… Έχεις περισσότερους followers στο twitter, επειδή έβγαλες τους κοιλιακούς σου ή τους γλουτούς σου; Ε, σου φέρομαι με σεβασμό. Έχεις περισσότερους φίλους στο φατσομπούκι για αντίστοιχους λόγους; Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Το οποίο βέβαια δουλεύει και αντίστροφα. Όταν δεν είσαι τόσο δημοφιλής, σε αποκαλούν «δεύτερο account» ή γενικότερα σνομπάρουν τα σχόλιά σου γιατί δεν έχουν βάρος, ή βάθος, ή τέλος πάντων δεν αποπνέουν την ψωνίλα που πρέπει να αποπνέουν.

Και ποιος είναι ο «συνδυασμός που σκοτώνει» για να γίνεις κάτι τέτοιο σήμερα; Μα φυσικά να είσαι τρεντυμπόης ή ντρεντυγκερλ (τα έχουμε πει για τις μόδες…), να μπορείς να γράψεις ένα έξυπνο one-liner, άσχετα αν δε,ν μπορείς να «κρατήσεις» μια σοβαρή συζήτηση, ανεξάρτητα με το θέμα, γιατί «βαριέσαι» (με άλλα λόγια σου λείπει εγκέφαλος και κριτική σκέψη) και φυσικά να μπορείς να βγάλεις ένα αξιοπρεπές σιξπακ ή τρία κιλά καλοσχηματισμένα κωλομέρια  ή τέλος πάντων ένα σουτιέν που να έχει μπούστο μέσα, γιατί αυτό θέλουν τα περισσότερα ανέραστα λιγούρια να βλέπουν. Από εκεί και πέρα μπορείς να λες ό,τι θες και πάλι θα έχεις κοινό. Ακόμα και αν αντιφάσκεις χειρότερα από ανεγκέφαλο χρυσαύγουλο (πράμα εξαιρετικά δύσκολο…).

Και φυσικά εννοείται πως όλοι αυτοί –πίσω από χαζές δικαιολογίες-, αποφεύγουν όπως τα αγοράκια τα ματωμένα ταμπον (οι Άντρες δεν τα φοβόμαστε), ακόμα και την ιδέα να πουλήσουν όλη αυτήν τη μούρη κατά πρόσωπο.

Λοιπόν, ανασφαλή ανθρωπάκια; Επειδή δεν πρόκειται να κατεβείτε απ’το καλάμι που σας έχουν ανεβάσει τα –ακόμα- πιο ανασφαλή ανθρωπάκια, απλά να ξέρετε ότι σας έχουμε μυριστεί γιατί βρωμάτε χειρότερα κι από ‘μένα μετά από πρόβα και όχι τίποτε άλλο, αλλά μολύνετε με τα bits σας το διαδικτυακό περιβάλλον, αφού προφανώς τη μούρη μπορείτε να την πουλήσετε μόνο εκεί.

Γιατί αν τυχόν προσπαθήσετε να την πουλήσετε αλλού, απλά θα σας έρθει μια μυρωδιά χαλασμένης φασολάδας, απ’ευθείας απ’την αιθέρια κορμάρα του Πάγκαλου.

Άιντε με τους Βελουχιώτες του πληκτρολογίου και τις ξεπεσμένες μοντέλες της agent provocateur.



Wednesday, December 23, 2015

Οι ταμπέλες και ο κοινωνικός ρατσισμός (μου; )


Σήμερα μίσος. Όχι για άλλο λόγο, αλλά μετά από τον τριψήφιο αριθμό στοιχειοθετημένων σκατοψυχιών και άπειρων εξηγήσεων ακόμα ακούω πράγματα που κάνουν τα δόντια μου να θέλουν να πέσουν…

Αφορμή για το συγκεκριμένο κείμενο ήταν… Βασικά όχι, παραδόξως, αφορμές είχα πολλές τελευταία, αλλά η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν μια παλιά κουβέντα με φίλη η οποία σε ανύποπτο χρόνο μου πετάει την επική ατάκα «Ε, κόψε κι’εσύ το μαλλί σου» (σε συζήτηση που λέγαμε ότι στις γυναίκες δεν αρέσει το μαλλί). Aυτό το «κόψε το μαλλί σου» παραδόξως το είχα ακούσει αρκετά συχνά τελευταία, σε σημείο που το καθιστά ανησυχητικό για τα δεδομένα της κοινωνίας μας εν έτει 2015. Παρεμπιπτόντως, για να μη βιάζεστε, το μαλλί μου δεν το έκοψα γι’αυτό. Το έκοψα γιατί είδα κάποιες φωτογραφίες από το live που κάναμε στον πεζόδρομο τον φέτος το Φεβρουάριο και αυτό που είδα (άσχετα αν είχα ιδρώσει σαν το γουρούνι), δε μ’άρεσε. Έτσι για να βάζουμε μερικά πράγματα στη θέση τους. Α. Και εν έτει 2000 και 15, άκουσα να μου λένε «Επιτέλους σοβαρεύτηκες». Επειδή έκοψα το μαλλί. Σοβαρεύτηκα. Αχά.

Προσπερνώντας –προσωρινά βέβαια- το ζήτημα με τις τρίχες, πάω σε άλλα σχόλια που έχω δει κατά καιρούς εδώ και έχουν να κάνουν με τους χαρακτηρισμούς που εξαπολύω, αφειδώς είναι η αλήθεια. Κάγκουρες, ψώνια, προβληματικοί πάσης φύσεως, κομπλεξικές, ανώμαλοι, σουρλουλούδες, αχλαδοκουνούσες και άλλα διάφορα που έχω πει κατά καιρούς.

Και εκεί αρχίζει το μεγάλο μπέρδεμα…
«Γιατί βάζεις ταμπέλες; Ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, δεν είμαστε ίδιοι κτλ κτλ» και άλλα τέτοια ρομαντικά…. Εντωμεταξύ, το ακούς αυτό και από φεμινίστριες που πιστεύουν ότι «όλοι οι άντρες είναι γουρούνια» αλλά εντάξει, αυτή η ταμπέλα που αποκλείει το μισό πληθυσμό της γης με 5 λέξεις, είναι ανεκτή και κοινωνικά αποδεκτή γιατί οι γυναίκες έχουν απλά δίκιο, ειδικά όταν περιμένουν το κόκκινο τσάι του βουνού που έρχεται παρέα με όλες τις καλές διαθέσεις του κόσμου….

Κάποιοι σίγουρα, θα «έπιασαν» το υπονοούμενο της παραπάνω παραγράφου η οποία πέταξε δύο ταμπέλες με πολύ συνοπτικές διαδικασίες: «όλοι οι άντρες είναι γουρούνια» και «όλες οι γυναίκες έχουν δίκιο ειδικά όταν περιμένουν περίοδο».

Και εδώ είναι το ζουμί της υπόθεσης:
Όλα τα πράγματα έχουν περισσότερες από μια πλευρές ή οπτικές γωνίες. Έτσι και οι ταμπέλες.

Η ταμπέλα, η οποία έχει αποκτήσει τόσο αρνητικό νόημα, δεν είναι τίποτα παραπάνω από την προσπάθεια του μυαλού να ομαδοποιήσει τα εισερχόμενα ερεθίσματα, με σκοπό να κάνει ευκολότερη την ανάκτησή τους. Βλέπετε ένα μαλλιά στο δρόμο. Το μυαλό δεν κάθεται να ασχοληθεί με το αν ο μαλλιάς ακούει Megadeth, Slayer ή Kreator. Τον κατατάσσει σαν «μεταλλά» και το τελειώνει με συνοπτικές διαδικασίες εκτός αν απαιτήσουμε να κάνει κάτι παραπάνω. Μέχρι εδώ είναι όλα καλά. Η λειτουργία αυτή παραμένει ακούσια και σε αντανακλαστικό επίπεδο.

Από εδώ και πέρα όμως αρχίζει το «παιχνίδι», που έχει να κάνει σε πολύ μεγάλο βαθμό με την ανατροφή του καθενός και –φυσικά- με την ανοιχτομυαλιά του. Γιατί ένα μαχαίρι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κόψει το παστίτσιο και να το σερβίρει αλλά επίσης μπορεί να καρφωθεί και στην πλάτη ενός φανατικού fan του Παντελίδη. Γιατί αυτούς απλά δεν τους χρειαζόμαστε.

Ο λόγος λοιπόν για τον οποίο οι ταμπέλες έχουν αποκτήσει τόσο άσχημη έννοια είναι γιατί λειτουργούν με βάση τον κοινωνικό αποκλεισμό. Δηλαδή όταν κάποιος σκέφτεται ότι είναι αντιμέτωπος με ένα μεταλλά, σκέφτεται πως όλοι οι μεταλλάδες είναι ασόβαροι, αμόρφωτοι ούγκανοι, που δεν έχουν μεγαλώσει (εμ βέβαια, ποιος ακούει metal μετά τα 15; ) και γενικώς είναι τα ρεμάλια της κοινωνίας που δεν έχουν καμία θέση στον αποδεκτό κοινωνικό μας περίγυρο.

Ναι ναι, ξέρω, έχουν αλλάξει τα πράγματα, το metal είναι λίγο πιο αποδεκτό αφού πια αποσυνδέθηκε -σε μεγάλο βαθμό- από το σατανισμό. Να ‘ναι καλά το τρέντυ γκομενομεταλ των Nightwish και η σουρλουλού ο Φίλε Βάλτον (him) που ποπ-ο-ποίησαν το metal όσο δεν παίρνει και το έβαλαν σε σαλόνια. Εντωμεταξύ πολλοί «μεταλλάδες» αποδέχονται τους him και την αντροχωρίστρα που έχουν για frontman, αλλά κράζουν το Sakis Rouvas ο οποίος τυχαίνει να είναι ένας εξαίρετος επαγγελματίας και όχι ένας μαλλιαρός emo-φλούφλης που πουλάει κλάμα σε μικρά κοριτσάκια που νομίζουν ότι είναι σκληρές μεταλλούδες ακούγοντας eyeliner metal.

Αλλά νταξ. Μεταλλάδες... Πιο κλειστόμυαλος γίνεσαι μπετό σε γέφυρα του Μπόμπολα. Γιατί προφανώς ο μεταλλάς κοροϊδεύει άνετα τους μανάγουαρ για τα γούνινα σωβρακάκια και τα σπαθάκια τους, αλλά θεωρεί πως κανένα άλλο είδος πλην του metal, άντε και της κλασικής (οι –και καλά ψαγμένοι- που ξέρουν μόνο το Wagner, άντε και τον Tchaikovsky) δεν μπορεί να λέγεται μουσική.

Την ίδια ακριβώς εντύπωση έχουν και για τους ανθρώπους, καθώς τους χωρίζουν σε μεταλλάδες και μη μεταλλάδες ή false ones ή ξεπουλημένους ή σκυλάδες. Μιλάμε για το άκρον άωτον της ταμπελοποίησης και του κοινωνικού ρατσισμού, από μια ομάδα που κυριολεκτικά δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζει έτσι την κοινωνία, ακριβώς γιατί έχει «υποφέρει» από αυτά τα σύνδρομα. Παρ’όλα αυτά όμως, επειδή είναι πανεύκολο να βραχυκυκλώσεις ένα μεταλλά, αν του δείξεις έναν τύπο που βαράει τύμπανα σε old school 80’s thrash συγκρότημα (στην ουσία αναπαράγει σήμερα αυτά με τα οποία μεγάλωσε κάποτε) επειδή πάει στον Κιάμο, θα σου απαντήσει ότι δεν μπορεί να λέγεται μεταλλάς επειδή πάει Κιάμο.

Ευτυχώς! –δηλώνω εγώ. Γιατί πολύ απλά δε θέλω επαφή (γειά σου ρε Πανούλη) με τόσο κλειστόμυαλα άτομα, οπότε χαίρομαι ιδιαιτέρως που μου αρνούνται τον όρο «μεταλλάς» ο οποίος είναι άρρηκτα συνυφασμένος με την κλειστομυαλιά. Παράλληλα όμως, τους εύχομαι να περνάνε το μισό καλά απ’όσο περνάω εγώ στο Club 22. Όχι για άλλο λόγο αλλά γιατί αν περάσουν το ίδιο καλά με εμένα, παίζει να πάθουν κανένα εγκεφαλικό γιατί δε θα ξέρουν πώς να το διαχειριστούν…

Υποθέτω μέχρι τώρα αρκετοί και αρκετές –που δεν έχετε σχέση με το metal- έχετε καγχάσει για την κατάντια των μεταλλάδων οι οποίοι όντας απόκληροι μιας εποχής, αντί να κρατήσουν ανοιχτό μυαλό, κατάντησαν σεχταριστές μεταξύ τους.

Για να έρθω και σ’εσάς τώρα γιατί οι μεταλλάδες ήταν, είναι και θα είναι κοινωνική μειοψηφία, οπότε το πρόβλημα –στην ουσία- είναι οι υπόλοιποι.

Εσείς λοιπόν οι μοντέρνοι ανοιχτόμυαλοι άνθρωποι που με κράζετε ότι βάζω ταμπέλες και είμαι ρατσιστής (μόλις τις προάλλες δήλωνα ανοιχτά ότι διαφωνώ καθέτως με οτιδήποτε ρατσιστικό…), για πείτε μου:
Βλέπετε έναν τύπο στην ηλικία μου (την ξέρετε), που φαίνεται σαν άστεγος κομπάρσος που το έχει σκάσει από τα γυρίσματα video clip του Χαριτοδιπλωμένου. Μαλλιάς, με μποτάκια, κομμένα τζην και ξεχειλωμένες μπλουζες… Αυτός ο τύπος λοιπόν, κοπανάει κλαπατσύμπανα με κάτι άλλους μαλλιάδες και όταν βγαίνει επί σκηνής για να παίξει, φοράει μια ποδιά χασάπη, ρίχνει και λίγο αίμα πάνω του και κραδαίνει ένα μπαλτά… Ποια είναι η πρώτη σας σκέψη γι’αυτόν; Ότι είναι υπεύθυνος ενήλικας; Ότι ξέρει να περνάει καλά; Ότι κρατάει όσο μπορεί πιο ανοιχτό το μυαλό του; Ότι μπορεί να συζητήσει για πολύ περισσότερα θέματα απ’όσα τον κόβετε με την πρώτη ματιά; (με λατρεύω όταν με πιάνει κρίση μετριοφροσύνης).

Δεν το νομίζω. Μπορώ όμως να σας κάνω προβλέψεις με εξαιρετικά μεγάλη ακρίβεια: Ανώριμος, ασόβαρος παλιμπαιδιστής που δεν έχει μεγαλώσει και είναι και βρωμιάρης, είναι μόνο μερικά από όσα θα του προσάπτατε. Όχι τίποτε άλλο δηλαδή αλλά ξέρω ένα τέτοιο τύπο και μου τα λέει που και που.

Επιστρέφοντας λοιπόν σ’εμένα και τις ταμπέλες μου, έχω την τύχη να καυχιέμαι ότι ο κύκλος των ατόμων με τα οποία συναναστρέφομαι είναι κατά πολύ μεγαλύτερος απ’αυτόν που φαντάζεστε. Τρέντηδες, σκυλάδες, ακόμα και μεταλλάδες (όσοι με καταδέχονται δηλαδή…) και άλλες χειρότερες «ταμπέλες» κάνουν παρέα μαζί μου σε καθημερινή βάση. Μάλλον φταίει που παρ’όλο που τους λέω «τρέντηδες» και «σκυλάδες» στα μούτρα τους, μπορώ να ξεχωρίσω τα ατομικά τους χαρακτηριστικά που μου ταιριάζουν και να περάσουμε καλά, κάνοντας παρέα.

Πόσοι από εσάς τους «ανοιχτόμυαλους» που εκνευρίζεστε με τις ταμπέλες, μπορείτε να δείξετε ανάλογου τύπου εξωστρέφεια και να καταδεχτείτε άλλους στον κοινωνικό σας περίγυρο;

Πόσοι επίσης μπορείτε να ξεπεράσετε το αρχικό σοκ της (ακραίας) πρώτης σκέψης που κάνετε για αυτόν που έχετε απέναντί σας και να του δώσετε χώρο και χρόνο να αναπτυχθεί μπροστά σας για να μπορέσετε να σχηματίσετε μια πιο σφαιρική άποψη γι’αυτόν;

Για κοιταχτείτε λίγο…



Monday, December 14, 2015

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Οι «ανεξάρτητες» γάτες και τα χάπατα-ιδιοκτήτες των

Πριν συνεχίσετε το διάβασμα, για όσους δε το γνωρίζετε, έχω δύο γάτες που τις αγαπάω (και μάλλον μ’αγαπάνε) όσο τους πρέπει και τις φροντίζω.

Και αφού βγάλαμε από τη μέση τα διαδικαστικά, προχωράμε στο παρασύνθημα.

Μιλάμε για μια μπούρδα μεγατόνων, η οποία απλώς έχει καταντήσει πιο γραφική από τους ψηφοφόρους των χρυσαύγουλων που ξεκινάνε με τη φράση «εγώ δεν είμαι ρατσιστής…» και μετά σου χώνουν ένα «…αλλά…» με το οποίο δονείται το σύμπαν από το facepalm του Δαρβίνου, καλή του ώρα εκεί που είναι.

Οι γυναίκες που αγαπάνε τις γάτες, στην πλειοψηφία τους, κάνουν μια εξαιρετική προβολή του εαυτού τους πάνω σ’αυτές, ειδωλοποιώντας την κακία –που με τόση άνεση- μπορεί να βγάλει μια γάτα, ευχόμενες να μπορούσαν να βγάλουν την ίδια κακία στους πανηλίθιους πρώην που αυτές επέλεξαν. Τα δε αγοράκια που λατρεύουν τις γάτες, είναι στην πλειοψηφία τους κάτι ψωνισμένα εσωστρεφή καγκουράκια που επειδή το παίζουν «είμαι ‘λέφτερος κι έτσ’» την έχουν δει γατοπατέρες, ήτοι «στο ράφι με 72 γάτες».

Από πού –λοιπόν- ξεκινάει όλη αυτή η αυταπάτη; Μα φυσικά από το γεγονός ότι η γάτα δεν είναι αγελαίο ζώο. Δηλαδή από ένστικτο δεν θέλει κανέναν δίπλα της εκτός αν είναι να ζευγαρώσει. Οι περισσότεροι -ας πούμε- παραβλέπουν το γεγονός ότι τα αρσενικά κυνηγάνε τις λεχώνες για να τους σκοτώσουν τα μικρά, επειδή δεν θέλουν άλλα αρσενικά να τους διεκδικήσουν την περιοχή.

Από εκεί και πέρα, στα οικόσιτα ζώα, η κατάσταση αλλάζει άρδην, αφού ένα ζώο το οποίο το μεγαλώνεις από μικρό, είναι φυσικό να έχει πιο κοινωνική συμπεριφορά από τα «άγρια» (ακόμα και εντός πόλεων) ζώα που δεν είχαν την τύχη να τα φροντίζει κάποιος. Παρ’όλα αυτά οι γάτες (ανεξαρτήτως φύλου) δε σταματάνε να δείχνουν τον αντικοινωνικό χαρακτήρα τους όποτε τις βολεύει. Γι’αυτό και μια γάτα μπορεί να βγάλει –με μεγάλη άνεση- επιθετικότητα, ακόμα και στο χέρι που την ταΐζει.

Οι απανταχού γατόφιλοι, συχνάκις κάνουν «αρκουδάκια» τις γάτες τους, παριστάνοντας τη Φωσκολική Σελήνη, αρπάζοντάς τες και χαϊδεύοντάς τες, όταν αυτοί θέλουν. Βέβαια όταν δε θέλουν τα ζωντανά, αρχίζουν να παραπονιούνται, οπότε ή φεύγουν, ή αρχίζουν τις νυχιές και τις δαγκωματιές… Και μετά φεύγουν. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι όλοι οι ένθερμοι γατόφιλοι πάσχουν από γατίσια σημάδια στα χέρια και στα πόδια. Χρησιμοποίησα το ρήμα «πάσχουν» αντί για το «φέρουν» διότι εδώ πρόκειται για έναν ιδιότυπο μαζοχισμό, όπου το χάπατο-ιδιοκτήτης της γάτας, θέλει να δείξει την αγάπη του στο ζωντανό, γνωρίζοντας ότι το ζωντανό δεν θέλει και ότι θα του φερθεί άσχημα, αλλά το κάνει παρ’όλα αυτά, για να νιώσει ο ίδιος καλά.

Κάντε μια μικρή παύση και σκεφτείτε λίγο πόσο τραγελαφικό είναι αυτό που περιγράφει η παραπάνω πρόταση… Και σκεφτείτε πως θα περιγράφατε κάποιον που –ενώ ξέρει ότι θα πονέσει ή θα πληγιάσει- προσπαθεί να δείξει αγάπη σε κάποιον που θα τον κακομεταχειριστεί… Υπέροχο ε;

Και κάπου εδώ ήδη «μυρίζομαι» τους διάφορους να λένε «Εμένα μ’αγαπάει τρελά ο/η γάτος/γάτα μου και εσύ είσαι ηλίθιος». Ναι, στην πλειοψηφία τους, τα γατιά σας, σας αγαπάνε γιατί τα φροντίζετε και τους δίνετε φαΐ. Αν τους κόψετε το φαΐ, θα το απαιτήσουν. Έτσι γιατί μπορούν. Και αν –πάλι- δεν πάρουν φαΐ, θα φύγουν.  Να τις χαίρεστε λοιπόν.

Και πάλι, θα υπάρχει ο γνωστός τετριμμένος αντίλογος, όπου κάποιο ζωντανό, είχε μια κοινωνική αλληλεπίδραση και «κατάλαβε» τι του είπε ο ιδιοκτήτης του ή τι αισθανόταν εκείνη την ώρα. Και εδώ η απάντηση είναι καταφατική. Υπάρχουν και τέτοιες γάτες. Όπως επίσης υπάρχουν και οι γάτες που όταν γεννήσει μια γυναίκα, υπερασπίζονται το μωρό της και κοιμούνται μαζί του κτλ. Είναι όμως τζόγος το εάν το γατί θα θεωρήσει το μωρό ως ένα ανυπεράσπιστο νεογνό, ή ως κάποιον που θα του πάρει την προσοχή, οπότε και θα του επιτεθεί. Είτε το θέλετε είτε δεν το θέλετε.

Οι ίδιοι λοιπόν που σκίζουν τις ασέξουαλ κιλότες τους για τις γάτες, έχουν βγάλει και το ψαγμένο συμπέρασμα για τα σκυλιά: «Είναι δούλοι». Όχι ψωνισμένοι κοκορόμυαλοι, δεν είναι δούλοι. Το σκυλί από τη φύση του, είναι αγελαίο. Το οποίο σημαίνει ότι είναι κοινωνικό. Το οποίο σημαίνει ότι δένεται. Τόσο με άλλα σκυλιά, όσο και με τον ιδιοκτήτη του που το φροντίζει. Το σκυλί είναι πιστό, από ένστικτο, άσχετα αν εσείς το βαφτίζετε ως «δούλο» επειδή πάντα κοιτάζει στα μάτια και περιμένει την επιβεβαίωση.

Ουσιαστικά, αν πάρουμε τα δύο ζώα και τους χαρακτήρες τους και τους μεταφέρουμε σε ανθρώπους, στην περίπτωση του σκύλου-ανθρώπου, θα έχουμε έναν άνθρωπο ο οποίος θα είναι πάντα εκεί, θα σε φυλάει, θα σου ζητάει την επιβεβαίωση  και ένα χάδι. Αντ’αυτού, ο άνθρωπος-γάτα, θα είναι ένα ψωνισμένο μοντέλο που θα κάθεται όλη μέρα σε ένα καναπέ, νομίζοντας ότι είναι ωραίο, θα απαιτεί φροντίδα και προσοχή μόνο όταν θέλει αυτό και αν πας να το ακουμπήσεις ενώ δε θέλει, θα σε χτυπήσει.

Συγγνώμη, αλλά μια κοινωνία βασισμένη στον χαρακτήρα της γάτας είναι… Παντελώς αποκρουστική, ενώ το χειρότερο που μπορεί να γίνει σε μια κοινωνία βασισμένη στο χαρακτήρα του σκύλου, είναι να την πιάσεις κορόιδο.

Και τελικά, τι τύποι είστε; Απ’αυτούς που θέλουν να είναι δούλοι στις γάτες ή απ’αυτούς με χαρακτήρα τέτοιο, που ενώ έχουν δίπλα τους έναν –εν δυνάμει- δούλο, αρνούνται να τον εκμεταλλευτούν –απλά- γιατί δεν είναι σωστό;


Monday, November 30, 2015

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Ένας Drummer πάει να παίξει live

Μη χαίρεστε, ο όρος «Drummer» αναφέρεται σ’εσάς που είστε. Έχουμε πει ότι δεν είμαι. Είμαι Hitter (με δύο T, ήτοι κοπανιστής).

Λοιπόν, εσχάτως ξαναέζησα τη γνωστή εμπειρία του να πρέπει να νιώθω σα να ζητάω χάρη από μαγαζάτορες ή ηχολήπτες (συν τους διάφορους «οργανοπαίχτες».... νομίζω καταλαβαινόμαστε για τα εισαγωγικά ε;...), επειδή έχω 2-3-4 πραματάκια παραπάνω από το κλασικό «πεντάρι» (1 κάσα, 1 ταμπούρο, 2 τομς, 1 βαθύ) σετ τυμπάνων. Λοιπόν, για να μη μακρηγορούμε και για να τα λέμε τα πράγματα ξεκάθαρα, επειδή (ειδικά οι υπόλοιποι οργανοπαίχτες) μας έχετε πολύ παρεξηγήσει, περιορίζομαι μόνο στα καθαρά πρακτικά ζητήματα ενός σετ τυμπάνων, τα οποία –με δεδομένο ότι ο Drummer φέρνει τις μπαγκέτες του και τα πετάλια του- έχουν ως εξής: Το κάθε σετ, μπορεί να στηθεί μόνο με τον τρόπο που είναι σχεδιασμένο και ανάλογα με τη μάρκα, άρα δεν είναι απαραίτητο οτι ο Drummer έχει την ίδια μάρκα τυμπάνων με το μαγαζί. Επίσης, τα δέρματα θα έχουν σίγουρα άλλο κούρδισμα και διαφορετική ανταπόκριση στη μπαγκέτα. Συνήθως οι μαγαζάτορες δεν τα αλλάζουν ποτέ, οπότε δεν είναι εύκολο να τα κουρδίσεις γιατί φοβάσαι μη τα χαλάσεις και δε μπορείς να παίξεις καθόλου. Ειδικά όταν παίζεις κάτι απαιτητικό, όπως το μεταλ. Και φυσικά, οι βάσεις για πιάτα, οι οποίες δεν είναι απαραίτητο πως έχουν «γερανούς» οι οποίοι χρειάζονται στις περισσότερες περιπτώσεις για να έρθουν τα πιάτα εκεί που βολεύουν το Drummer.

Κρατώντας λοιπόν μόνο τα –πολύ βασικά- παραπάνω, οι απαντήσεις προς τους δυσανασχετούντες που δεν καταλαβαίνουν, έχουν ως εξής:

Μαγαζάτορας:
Καταρχήν, τα τύμπανά μου είναι σίγουρα καλύτερα από τα δικά σου. Άρα θα φανεί καλύτερα το μαγαζί σου, αντί να φαίνεται η χαλασμένη παλιατζουρία που έχεις. Κατά δεύτερον, δε σου ζητάω λεφτά που θα παίξω και το μόνο που θα με κεράσεις είναι μια μπύρα που θα κοστίζει –το πολύ- ενάμισι ευρώ. Εγώ όμως θα παίξω μισή-μια ώρα, θα δαπανήσω 2 ώρες πριν για να ξεστήσω, 2 ώρες στο μαγαζί σου για να στήσω και να ξεστήσω και άλλες 2 ώρες στο χώρο μου για να τα στήσω. Και όλα αυτά, για να με κεράσεις εσύ μια μπύρα. Επειδή λοιπόν με εκμεταλλεύεσαι 100%, πες μου ευχαριστώ, φόρα ένα gag-ball και βγάλε το σκασμό, διαφορετικά θα σου ζητήσω στο τέλος της βραδιάς να μου πεις πόσα ποτά έδωσες και πόσες αποδείξεις έκοψες. Και αν δεν έχεις τον απαιτούμενο χώρο για ένα σοβαρό σετ τυμπάνων, φώναξε τότε τον Πλιάτσικα να κάνει live στο μαγαζί σου και άσε το metal για μαγαζιά που μπορούν.

Ηχολήπτης:
Εσένα σ’αγαπάω λίγο παραπάνω. Είσαι της γνώμης του «τι τα θες όλα αυτά τα τύμπανα» επειδή βαριέσαι να κάνεις ηχοληψία ή απλά θες να κρύψεις ότι είσαι ανίκανος και/ή δεν έχεις τον εξοπλισμό για να κάνεις σοβαρή ηχοληψία σε ένα σοβαρό σετ τυμπάνων. Λοιπόν, μη μου πουλάς εκδούλευση γιατί αν μου ζητήσεις να παίξω στα στημένα σου ρημαδοτύμπανα, τα τραγούδια που έχω στήσει στο (μεγάλο) σετ μου, τότε θα σου ζητήσω να μου κάνεις ηχοληψία με μια κονσόλα που να έχει μόνο ένα περιστροφικό volume ανά μικρόφωνο και αυτό θα έχει σχήμα βαλάνου, την οποία θα έχω λαδώσει για να γλιστράει καλά στο χέρι σου. Να δούμε τι ηχοληψία μπορείς να κάνεις τότε, άχρηστε τεμπέλη. Αν δε μπορείς και θες μια σοβαρή κονσόλα, σεβάσου κι εμένα που θέλω ένα σοβαρό σετ επειδή σέβομαι τη μουσική μου και τιμώ αυτόν που θα έρθει να με ακούσει, δίνοντας τον καλύτερό μου εαυτό.

Κιθαρίστας:
Ψιτ, εσύ μεγαλομανή μπιζελάτε γρατζουνιστή ζητιανόξυλων; Αν έχεις γνώμη για τα πολλά μου τύμπανα, θέλω να παίξεις τα κομμάτια σου σε κιθάρα που να είναι τριάντα πόντους κοντύτερη γιατί μου σπαταλάς χώρο και αντί για χορδές, να έχει ζαρτιέρες και τα κουρδιστήρια σου να είναι λιγδωμένα butt plugs για να σε δω αν μπορείς να κουρδίσεις τις ζαρτιέρες σου. Αν δε μπορείς, κράτα το όργανό σου (ναι, όποιο καταλαβαίνεις τέλος πάντων) κάνε τη δουλειά σου και σεβάσου κι εμένα που θέλω να κάνω τη δική μου.

Μπασίστας:
Εντάξει, εσύ είσαι «δικός μου». Rhythm section κι’έτσ’. Εσύ απλά να κοντύνεις (κι εσύ) το μπράτσο σου γιατί μου τρως χώρο, να βγάλεις τα τάστα και να πετάξεις όλες τις άλλες χορδές εκτός απ’τη «μι». Έτσι και αλλιώς, σπανίως χρησιμοποιείς τις υπόλοιπες, οπότε κανείς δε θα το καταλάβει.

Τραγουδιστής:
Εδώ έχουμε κορυφή. Εάν κι εσύ έχεις γνώμη, τότε πάρε ένα ασύρματο flesh ligh και τραγούδα σ’αυτό. Και άει παράτα μας. Α. Και βγάλε και την κάλτσα που έχεις βάλει στο παντελόνι. Δεν πείθεις κανέναν.

Κιμπορντίστας:
Τινουσεισισύ; Έχεις κι εσύ γνώμη; Άει τράβα σπιτάκι σου και έλα αύριο με τον κηδεμόνα σου μουζικάντη της κακιάς ώρας που πατάς τρια-τέσσερα ακόρντα σε ένα κομμάτι και νιώθεις την ευλογία του Chopin να σου λούζει την τρεντολιγδωμένη κοτσίδα σου. Α και βγάλε επιτέλους αυτό το φουντωτό πουκάμισο που σε κάνει να μοιάζεις με υπετροφικό μπέμπη-Κορκολή.

Το έχω ξαναγράψει: Σεβαστείτε το Drummer, όταν τον βλέπετε να προσπαθεί και να ενδιαφέρεται. Όλοι σας πιστεύετε –έτσι απλά- πως «όλα απλοποιούνται» και μπορούμε να παίξουμε τα πάντα σε οποιοδήποτε σετ.. Ναι, όλα απλοποιούνται. Αν είναι έτσι, να πάρουμε ένα ξυλόφωνο και απλά να κρατάμε μετρονόμο. Τι λέω; Ούτε αυτό. Ας βάλουμε ένα μετρονόμο να κρατάει το χρόνο και παίχτε πάνω του να δούμε τι αποτέλεσμα θα βγάλετε.

Όταν ο άλλος κάθεται και βγάζει κομμάτι που θέλει τέσσερα τομς, το κάνει γιατί το θέλει και θεωρεί ότι έτσι «δίνει» στο κομμάτι. Όταν έρχεστε και του λέτε «παίχ’το σε δύο» του κόβετε τα φτερά και τη χαρά να παίξει το κομμάτι.

Ευτυχώς που οι «δικοί μου» με σέβονται και με δέχονται όπως είμαι γιατί –αν μη τι άλλο- αναγνωρίζουν το ενδιαφέρον μου και την προσπάθειά μου. Οι υπόλοιποι που την έχετε δει υπεράνω και θεωρείτε ότι ο Drummer είναι απλά πίσω για να κάνει τον ούγκανο, σοβαρευτείτε, κατεβάστε τις μύτες σας από το ταβάνι και δείχτε σεβασμό γιατί ο Drummer σας, ξέρει να σας πονέσει εκεί που πονάτε και απλά δε το κάνει γιατί έχει καλή ψυχή, αντίθετα μ’εσάς.



Friday, October 9, 2015

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Οι σέχτες των like/fav/rt στα social μύδια


Μισώ τα σόσιαλ.
(Περιμένω).

Εντάξει; Τελειώσατε με τον ανούσιο αντίλογο ή να περιμένω κι άλλο;
«Εσύ που είσαι όλη την ημέρα φέισμπουκ;», «Εσύ που ποστάρεις χίλια πράγματα και γεμίζεις τους τοίχους μας;», «Εσύ ο spammer;» (αυτό το λένε οι λίγοι που καταλαβαίνουν).

Ναι, εγώ.

Τα μισώ για πολλούς και διάφορους λόγους και αν δεν ήταν μια φιλενάδα να με πιάσει από τη μούρη και να μου πει «Τώρα θα μπεις στο φέισμπουκ», δε θα ασχολιόμουν καν. Καλή της ώρα και την ευχαριστώ γιατί ξέρω γιατί το έκανε, άσχετα που δε «βγήκε» όπως το περίμενε.

Ένας από τους βασικότερους λόγους που τα μισώ, είναι γιατί ο περισσότερος κόσμος, με την ψευδαίσθηση ασφαλείας που προσφέρει το πληκτρολόγιο (ακόμα και το εικονικό από τα κινητά), παρεούλα με την απόσταση, νιώθει ελεύθερος να προβάλλει κάτι που ποτέ δεν πρόκειται να είναι.

Ακοινώνητοι το παίζουν p.r.-ίστες, αγράμματοι ποστάρουν «βαθυστόχαστες» (γελοίες, για εμάς που καταλαβαίνουμε) ατάκες και το παίζουν (αμπελο)φιλόσοφοι, κακάσχημοι και κακάσχημες το παίζουν μοντέλοι και μοντέλες επειδή τραβάνε μια καλή φωτογραφία που δεν έχει σχέση με την πραγματική τους εμφάνιση και φυσικά -το αγαπημένο μου-, η ψευτοκαγκουρομαγκιά του πληκτρολογίου. Επειδή το να βρίσεις πίσω από ένα πληκτρολόγιο είναι τόσο απλό, ανέξοδο και δε χρειάζεται να το στηρίξεις, κοιτάζοντας τον άλλο στα μάτια. Τέτοιες κότες είναι οι περισσότεροι στα σόσιαλ.

Αυτά, -λίγο πολύ- τα ήξερα και πολύ πριν τα σοσιαλ, καθώς για μερικούς από εμάς, το ντερνέτι απέκτησε υπόσταση πολλά χρόνια πριν την ανατολή των αδηφάγων αυτών μέσων. Αυτό όμως που δεν ήξερα και δε μπορούσα να φανταστώ, είναι οι κλίκες και οι σέχτες που δημιουργούνται μέσα σε αυτά και οι οποίες έχουν διάφορες εκφάνσεις. Αποδείχθηκα επικίνδυνα αφελής όμως, γιατί αυτές οι καταστάσεις βρίσκονται παντού γύρω μας και χώροι όπως τα σοσιαλ –με δεδομένα τα παραπάνω-, τις ευνοούν ακόμα περισσότερο.

Απλά είναι οι φορές που αναρωτιέσαι αν γίνεται μερικοί να πέσουν χαμηλότερα και τελικά η πραγματικότητα σε χαστουκίζει με μια βρωμερή και σάπια πέστροφα στη μούρη και σου λέει «Μπορούν να πέσουν πιο χαμηλά απ’ότι φαντάζεσαι».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το τουιτερ. Καθότι πολύ νέος εκεί, δε μπορούσα να φανταστώ τι γίνεται. Γρήγορα όμως κατάλαβα ότι το «μη ενημερωτικό» μέρος του τουιτερ, πλημμυρίζεται από καγκουριά, μισανθρωπιά και αέναη σαπίλα, καθότι εκεί δεν υπάρχει καμία υποχρέωση να πεις ποιος είσαι, οπότε μπορείς απλά να προβάλλεις ό,τι τραβάει η ψυχούλα σου και κάνοντας τις σωστές διασυνδέσεις, να γίνεις και μάγκας. Βαθύ ακκάου το λένε εκεί. Όταν είσαι νέωπας, κάνεις κόσμο φόλλου, κάνεις καλές γνωριμίες, γράφεις και 5-10 καλές ατάκες, αποκτάς φόλλουερς (γιατί στο τουιτερ δε χρειάζεται να εγκρίνεις ποιος σε ακολουθεί) και μετά τους κάνεις ανφόλο όλους αυτούς και φαίνεσαι ότι είσαι δημοφιλής με κάποιες χιλιάδες φόλοερς ενώ εσύ ο υπεράνος, ακολουθείς μόνο διακόσια άτομα. Και υπάρχουν άνθρωποι που κοκορεύονται για το στάτους τους εκεί μέσα.

Και βλέπεις λοιπόν ανούσια και κρύα τουί, να φαβάρονται, να αρτάρονται και να χαίρουν δυσανάλογης δημοσιότητας σε σχέση με την ποιότητά τους και το νόημά τους. Γιατί; Γιατί τα έχουν γράψει «βαθιά ακκάου», οπότε οι υπόλοιποι ματαιόδοξοι προσπαθούν να τριφτούν σα γλίτσες πάνω στα «βαθιά ακκάου» αρτάροντας ως δουλοπρεπή κουταβάκια, ότι χαζομάρα τους σερβίρουν, μόνο και μόνο για να ανεβάσουν νούμερα.

Εκεί –δε- που δάκρυσα, ήταν όταν μου είπαν κάποια σοβαρά (κατά τα άλλα) ακκάου ότι παίζονται μέχρι και εκβιασμοί, του τύπου «αν δε με αρτάρεις θα μείνεις χωρίς φολοερς» και άλλα τέτοια. Μιλάμε για το αίσχατο της καγκουριάς. Εννοείται φυσικά ότι όλα αυτά τα «βαθιά ακκάου» νομίζουν ότι είναι σελέμπριτυς με στάτους αντίστοιχο του Ψινάκη, άσχετα αν είναι χειρότεροι από τον εθνικό μας σταρ, Ανδρέα Ευαγγελόπουλο.

Ας είναι. Πολύ ασχολήθηκα με τους ψωνισμένους τουιτεράδες που απλά αποτελούν μια ηχηρή μειοψηφία -ξαναδιαβάστε το αυτό-.

Φατσαμπουκάδες τώρα. Και εδώ γίνεται προσωπικό.

Αντίστοιχες σέχτες, σε άλλο βαθμό όμως, υπάρχουν και εδώ. Παρεούλες που κάνουν like μόνο μεταξύ τους. Κακό είναι αυτό; Όχι. Απλώς δείχνει πόσο κλειστόμυαλοι είναι μερικοί. Εκεί όμως που σοβαρεύει το πράγμα είναι στο χώρο των συγκροτημάτων.

Σχετικά πρόσφατα είχα συζήτηση με φίλο που ανακαλύπτει τώρα το μεταλ και ήταν βιαστικός να εκφέρει γνώμη για οτιδήποτε. Έτσι λοιπόν, μόλις άκουγε μια ερασιτεχνική δουλειά, την κατέκρινε γιατί δεν ήταν επαγγελματική. Πέρασα αρκετές ώρες εξηγώντας του ότι δεν είναι δυνατόν να έχουν όλοι την παραγωγή των Kreator ή τη φωνή των Six Feet Under. Υπάρχουν και οι ερασιτέχνες που θέλουν στήριξη. Και –ώ του θαύματος- καιρό μετά τον είδα να κάνει λάικ σε τέτοια ανάρτηση συγκροτήματος. Δεν κρατήθηκα και τον ρώτησα δημοσίως: «Μπα; Σου αρέσει;», «Στηρίζω» απάντησε.

Να κάποιος που κατάλαβε.

Αντιθέτως αυτοί που ασχολούνται με το χώρο, έχουν μια ελιτίστικη συμπεριφορά βούδα, που κάθεται πάνω στο λόφο του, περιτριγυρισμένος από κατσικοκούραδα και κάνει λάικ με το σταγονόμετρο, λες και ένα λάικ σημαίνει ότι θέλει να βγάλει το –γεμάτο ποντικοκούραδα- βρακί του και να το πετάξει σ’αυτόν που κάνει λάικ. Αλλά βέβαια. Όλοι για ένα ιμάΖΖΖΖ(παχύ ζ) παλεύουμε και δε γίνεται να κάνουμε λάικ όπου να ‘ναι, ακόμα και σε φίλους μας. Καλά να μη μιλήσω για σερ (όχι δε μιλάω για το λείψανο-τραγουδίστρια με τις εκατομμύρια πλαστικές επεμβάσεις, μιλάω για τις κοινοποιήσεις), γιατί εκεί πια οι ιντερνετικοί βούδες πρέπει να είναι είτε πιωμένοι, είτε μαστουρωμένοι για να πατήσουν το βλογιοκομμένο το κουμπάκι.

Κάπου εδώ μπορώ να μυρίσω την κακία μερικών που θα μουρμουράνε κάτι σε στυλ «Εσύ που μισείς τα σοσιαλ και δεν ασχολείσαι –και καλά- τι κλαίγεσαι; Επειδή δε σου κάνουμε λάικ στο συγκρότημά σου;». Ελάτε, μη ντρέπεστε, το ξέρω ότι όλοι αυτό νομίζετε. Αλλά λάθος κάνετε. Εδώ ούτε (όλα) τα μέλη του συγκροτήματος δεν κάνουν λάικ, στις αναρτήσεις του, πόσο μάλλον φίλοι ή άγνωστοι. Και για να τεθεί ξεκάθαρα το θέμα: Ποσώς με ενδιαφέρει ποιος κάνει λάικ στις αναρτήσεις του συγκροτήματός στο οποίο παίζω. Είμαι αρκετά μεγάλος για να φιλοδοξώ να κάνω καριέρα στο τουίτερ (μα το άγιο Μακαρόνι, το άκουσα και αυτό) ή να περιμένω –τώρα στα γεράματα- να γίνω «διάσημος ντραμμερ», συν ότι μου λείπει το ταλέντο για κάτι τέτοιο. Και η ματαιοδοξία που διακατέχει τους περισσότερους εδώ.

Πολύ απλά έχω σοβαρό πρόβλημα με την ελιτίστικη συμπεριφορά και φτύνω στη μούρη τους ελιτιστές γιατί με αυτόν τον τρόπο θάβουν άτομα που πραγματικά δεν θα έπρεπε να θάβονται. Έτσι απλά.

Και για να τελειώνουμε και να είμαστε ’ξηγημένοι:
Με την εξαίρεση δύο ατόμων που με έχουν βοηθήσει προσωπικά, μη δω σ’αυτό το κείμενο κανα λάικ από ιντερνετικό βούδα γιατί θα γίνουμε ρόμπα από κάτω, στα σχόλια. Οι ιντερνετικοί βούδες διαβάστε το, ξαναδιαβάστε το και κατεβείτε απ’τον κατσικοκουραδόλοφό σας. Δε θέλω τίποτε από εσάς. Ούτε τώρα, ούτε στο μέλλον.



Wednesday, October 7, 2015

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Κουλτουρομουσικόφιλοι και μεταλλοξερόλες


…γενικότερα πρέπει να το πουλάς. Ακόμα και αν δεν το έχεις. Πρέπει να το πουλάς, για να δείξεις ότι είσαι κάποιος, ότι ξέρεις κάτι, ότι τέλος πάντων, δικαιολογείς το οξυγόνο που –κατ’ουσίαν- σπαταλάς. Οι μουσικές γνώσεις γενικότερα είναι και εύκολο προϊόν. Βρίσκεις εκεί μια μπάντα που δεν την ξέρουν ούτε αυτοί που παίζουν σ’αυτήν (Albert, για παράδειγμα… Όνομα κι’αυτό για μπάντα… Έλεος, τι πίνανε τα παιδιά; ), αρχίζεις να παραφουσκώνεις τις ανύπαρκτες ικανότητες των μελών της, παραφουσκώνεις και τα τιποτένια τραγούδια της και το πουλάς.

Πουλάς μούρη. Πουλάς γνώση, πουλάς φούμαρα ανασφάλειας για να δείξεις ότι κάποιος είσαι και ότι κάτι ξέρεις. Μιλάμε για «το έλα να δεις» του κενού. Οι πρώτες μου επαφές με τέτοια άτομα ήταν –προφανώς- στη μεταλλική κοινότητα, όπου οι γνωστοί μεταλλοπατέρες που είχαν ψάξει και την τελευταία μπάντα γιδοβοσκών ψαράδων στο Άνω Καταράχι του Illinois, οι οποίοι έπαιζαν κάτι μεταξύ… Όχι, όχι, δεν το παίζω –πλέον- αυτό το παιχνίδι των χαρακτηρισμών. Βαριέμαι. Παίζανε κουλαμάρες. Κουλαμάρες με σάλτσα τράγου και εσάνς ανικανότητας. Γι’αυτό δε τους έμαθε ούτε η μάνα τους. Ποτέ όμως.

Οι μεταλλοπατέρες παρ’όλα αυτά πουλούσανε μούρη γιατί με βαρύγδουπες λέξεις, σε πείθανε ότι αυτοί οι τραγοβοσκοί πορνοσταρ, μια μέρα θα γίνονταν διάσημοι. Κρατούσανε δε και τη μύτη τους ψηλά και πετούσαν τη γνωστή ατάκα «που να ξέρεις εσύ από αυτά» για να σε κάνουν να νιώσεις και άσχημα που δεν είχες ασχοληθεί μέχρι τώρα με το «ktinovasia metal». Προφανώς βέβαια, η κατάληξη όλων αυτών των «συγκροτημάτων» ήταν η αναμενόμενη: Ή που θα τους εξηγούσε τον έρωτα ο τράγος στον οποίο έκαναν μεταλλική καντάδα, ή –στην χειρότερη- θα παίζανε το «χτύπα με να σε χτυπώ, να ερωτευτούμε στο βυθό» με έναν θαλάσσιο ελέφαντα. Με άλλα λόγια, άπαντες, άπατοι.

Με τα χρόνια, κατάφερα να ξεφορτωθώ όλη αυτήν την τραγίλα από τις πλάτες μου  και πάνω που χάρηκα ότι ξέφυγα από την πανούκλα της μουσικοξερολίασης, το σύμπαν μου έκανε ένα νεύμα με το μεσαίο του δάχτυλο και μετά με έχωσε στο λάκκο με τους κουλτουριαραίους. Ναι, εντάξει, είναι εκεί που κάποια στιγμή –όταν είσαι κοντά στο τέλος της ζωής σου- αφηγείσαι καταστάσεις με τον τίτλο «η ζωή παίζει περίεργα παιχνίδια»...

Κουλτουριαραίοι λοιπόν. Εκεί που νόμιζα ότι ο πάτος ήταν οι τραγομεταλλοξερόλες, ξαφνικά βρέθηκα μπλεγμένος με τριχωτούς ξυπόλητους χίπηδες των δύο ακόρντων και του λιγδωμένου cajon που βρωμάει ποδαρίλα.

Δε γίνεται ρε. Δεν είναι σωστό. Εκεί που λες ότι έχεις δει τον πάτο με τα μάτια σου και έχεις μάθει πλέον να διαχειρίζεσαι τους μεταλλοπατέρες, ξαφνικά σου σκάνε μύτη οι τζιβάτοι βρωμοπόδαροι με τη λιγδωμένη lac στο μαλλί και στο παίζουν υπερβατικά όντα που ενυπάρχουν στο μουσικό στερέωμα, παρέα με πουά δράκους, μονόκερους με εικοσάποντα και βραδύποδες με ζαρτιέρες.

Οι τύποι είναι το έσχατο του αίσχους. Δεν πάει παραπέρα. Όχι μόνο είναι κάτι τελευταίοι ψευτολελέδες, αλλά νομίζουν ότι το κλειδί του σολ, ανοίγει την πίσω πόρτα της Αλίκης που έκανε βόλτα στη χώρα των θαυμάτων. Όλο αυτό το μουσάτο συνονθύλευμα, απλά είναι ότι χειρότερο έχει να επιδείξει η εξελικτική θεωρία τους τελευταίους αιώνες. Το μόνο που ξέρουν είναι πώς να χειρίζονται το –απαραίτητο- αηφώνι τους και πώς να βγάζουν σέλφι.

Από μουσικές γνώσεις, είναι κλάσεις χειρότεροι από τους μεταλλοξερόλες καθώς το μόνο που μπορούν να αναγνωρίσουν, είναι οι ρε ματζόρε που βγάζουν όταν πέρδονται στοιχισμένοι. Συν βέβαια το γεγονός ότι οι μεταλλοπατέρες κάποτε έλιωναν για να βρουν κασέτες, βινύλια και να φτιάξουν μια μουσική συλλογή, ενώ τώρα τα φουντωτά κανις της κουλτούρας, παριστάνουν τους μουσικογνώστες με λίστες από youtube. Κατά τα άλλα, βρίσκουν –και αυτοί με τη σειρά τους- διάφορους άγνωστους ψαροβάτες (που το μόνο αναπαραγωγικό σύστημα που έχουν δει στη ζωή τους, είναι αυτό της μεσογειακής σαρδέλας) για να τους «πουλήσουν» σε κάτι πανηλίθια γκομενάκια μπας και τα ρίξουν. Και –δυστυχώς- τα ρίχνουν. Γιατί –ως γνωστόν- τα άνωθεν «γκομενάκια», ψαρώνουν αμέσως μόλις μυριστούν ψαγμενιά, άσχετα αν είναι ανυπόστατη και κενή περιεχομένου. Θέλουν απλώς να ζήσουν την αυταπάτη ότι –και καλά- έχουν δίπλα τους κάποιον ψαγμένο κουλτουριάρη…

Δεν πρόκειται να εξελιχθούμε ποτέ. Ποτέ όμως. Δαρβίνε, θα τα έβαζες τα κλάματα.




Monday, September 7, 2015

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Μουσικός. Ο καλύτερος φίλος του Drummer.


Κατά καιρούς ακούγονται διάφορα για τους Drummers. Ότι είναι άμουσοι, ανεγκέφαλοι, χαζοί, μονοκύτταροι οργανισμοί. Μέχρι και ανέκδοτα κυκλοφορούν για να επιβεβαιώσουν τους παραπάνω ισχυρισμούς, τα οποία φυσικά οι Drummers, ως ανώτερα όντα (βεβαίως-βεβαίως), τα αποδέχονται και τα χρησιμοποιούν.

Μισό λεπτάκι όμως γιατί έχει σημασία το από πού προέρχονται όλα αυτά τα ανέκδοτα…

Οι πρώτοι που τα «σιγοντάρουν» είναι οι κιθαρίστες. Φυσικά όλοι τους την έχουν δει μουζικάντηδες Α’ κατηγορίας που κάθε πενιά τους αξίζει όσο όλα τα τραγούδια του Bonamassa, αθροισμένα παρέα και με τα νιαουρίσματα της γάτας του (έχει άραγε; Σίγουρα θα έχει…). Κιθαρίστες. Αυτοί οι αυτάρεσκοι ναρκισσιστές, που αν μπορούσαν θα είχαν τη φάτσα τους τυπωμένη πάνω στην κιθάρα τους, αλλά φοβούνται ότι θα τους έρθουν εξαπτέρυγα ντίλντο έτσι και τολμήσουν να βγουν στη σκηνή με κάτι τέτοιο. Στανταράκι όμως έχουν μια κιθαρούλα με τη μάπα τους, καλά κρυμμένη στη ντουλάπα τους και κάθε πρωί και βράδυ της φιλάνε ένα-ένα τα τάστα και μετά φιλάνε εκεί που είναι τυπωμένα τα ίδια τους τα χείλη πάνω στο σώμα της κιθάρας. Έτσι, γιατί το αξίζουν.

Γιατί ο κιθαρίστας σε ένα συγκρότημα είναι η αρχή και το τέλος. Είναι τα πάντα. Είναι αυτό που ο ίδιος ο Γιαχβέ δεν κατάφερε ποτέ να γίνει. Αν μπορούσε, θα έβγαινε σε μια σκηνή και θα είχε κανονίσει να υπάρχουν προβολείς αρκετών γιγαβατ που να φωτίζουν όμως μόνο το σημείο που είναι αυτός, άσχετα αν γνωρίζει ότι με τέτοιο φωτισμό, θα έπαιρνε φωτιά, παρέα με την κιθάρα του. Δεν τον νοιάζει όμως, γιατί ξέρει ότι θα ήταν τόσο ναρκισσιστικά φαντασμαγορικό το θέαμα, που θα άξιζε να καεί έτσι. Η υπόλοιπη σκηνή θα ήταν κατασκότεινη, γιατί απλώς όλοι οι υπόλοιποι δεν έχουν σημασία. Υπάρχουν απλώς γιατί ο κιθαρίστας τους το επιτρέπει. Τους αφήνει. Τους δίνει την άδεια να μοιράζονται τον ίδιο χώρο με το ανυπέρβλητο ταλέντο του. Τους κάνει τη χάρη να αναπνέουν τον ίδιο αέρα, με την ελπίδα ότι θα «μολυνθούν» με λίγο ταλέντο. Γεγονός όμως είναι ότι οι μουσικές γνώσεις των περισσοτέρων, περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα, ώστε να πιάσουν το όργανο και από εκεί και πέρα, πιστεύουν ότι δεν τις χρειάζονται γιατί απλά είναι ανώτεροι και από την ίδια τη γνώση της μουσικής θεωρίας.

Ο μόνος αντάξιος «συναγωνιστής» ενός κιθαρίστα πάνω στη σκηνή, είναι ο τραγουδιστής. Ο τραγουδιστής –με τη σειρά του- πιστεύει ότι έχει μια βαθύτατα καλλιτεχνικοερωτική φλέβα, η οποία είναι κλάσεις ανώτερη από τους υπόλοιπους και ειδικά από του Drummer. Γιατί τι ξέρει αυτός; Μόνο τύμπανα μπορεί να κοπανάει. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι όλοι οι τραγουδιστές βάζουν μπαλάκια του ping pong και αγγουράκια τουρσί στον καβάλο τους, όταν βγαίνουν να τραγουδήσουν (σημείωση: Θα το έκαναν και οι κιθαρίστες, αλλά ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν το κάνουν είναι γιατί έχουν την κιθάρα μπροστά τους και δυσκολεύονται).

Εδώ που τα λέμε, δύσκολο να είσαι τραγουδιάρης. Δεν έχεις αντικείμενο επί σκηνής και αν είσαι και λίγο τεμπέλης, δε χρειάζεται ούτε το μικρόφωνο να κρατάς, οπότε το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κουνιέσαι σαν ξεβιδωμένη χαβανέζα, ανεξάρτητα του τι τραγουδάς. Οπότε λοιπόν το μοναδικό πράγμα που τους σώζει όλους αυτούς (και αυτές) είναι οι γελοίες στυλιστικές επιλογές με γνώμονα το “there is no bad publicity” και ένα στυλάκι «είστε οι κομπάρσοι μου». Για την ακρίβεια, όνειρο του κάθε τραγουδιάρη είναι να βγαίνει επί σκηνής –ως άλλος Μαζεστίξ- πάνω σε μια ασπίδα της οποίας βαστάζοι θα είναι τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος, για όλη τη διάρκεια του live. Ο μόνος λόγος που δε μπορεί να το κάνει αυτό, είναι γιατί όλοι οι υπόλοιποι έχουν απασχολημένα τα χέρια τους με τα όργανά τους (έλα σκατόμυαλοι, μαζευτείτε ε; ). Οι δε μουσικές του γνώσεις, περιορίζονται στην ανάγνωση των ανάγλυφων γραμμάτων του τηλεφώνου του ντους, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς έμαθαν να τραγουδάνε είτε προσπαθώντας να πλυθούν, είτε προσπαθώντας να ενεργηθούν. Τρανό παράδειγμα, γνωστός καλιφορνέζος κοκκινομάλλης που έκανε καριέρα με αυτή τη φωνή… Και παίζει και κιθάρα…. Και έχει ένα εγώ μεγαλύτερο από την κοιλιά του Βενιζέλου.

Καλά, για τους πληκτράδες, ούτε λόγος. Ο μόνος λόγος για τον οποίο ξέρουν να διαβάζουν παρτιτούρες, είναι γιατί νομίζουν ότι είναι οι χαμένοι απόγονοι του Chopin, αλλά οι μουσικές τους γνώσεις περιορίζονται στη μουσική των τίτλων τέλους της –θρυλικής πλέον- ταινίας «Ο Ταμτάκος στο Ναυτικό».

Οι μόνοι που μπορούν να καταλάβουν –έστω και λίγο- τι σημαίνει να είσαι Drummer, είναι οι μπασίστες, γιατί είναι και αυτοί αναπόσπαστο κομμάτι του ρυθμικού μέρους σε ένα συγκρότημα, γεφυρώνοντας παράλληλα την ξεραΐλα της κιθάρας με την στέγνια των τυμπάνων (μεγάλη ατάκα του Bulldozer των Albert). Οι περισσότεροι βέβαια υποφέρουν από το σύνδρομο «γιατί να μην είμαι κιθαρίστας» αλλά και πάλι είναι πολύ πιο προσγειωμένα παιδιά.

Λοιπόν, για να λέμε τα πράγματα όπως είναι:
Πρόβα χωρίς κιθάρα (με μπάσο-φωνή) γίνεται. Πρόβα χωρίς μπάσο (κιθάρα-φωνή) γίνεται. Πρόβα χωρίς φωνή (κιθάρα-μπάσο) γίνεται. Πρόβα χωρίς Drummer, ΔΕΝ γίνεται. Πάρτε το χαμπάρι. Και ας διαφώνησε μαζί μου ο ένας κιθαρίστας των Blind Guardian, η αλήθεια είναι ότι αν δεν έχει κάτι να του κρατάει ρυθμό (έστω ένα clicktrack), ούτε και αυτός μπορεί να σταθεί παίζοντας. Γιατί –πολύ απλά- χωρίς τον Drummer, όλοι οι υπόλοιποι χάνονται στον ωκεανό του χρόνου και ο καθένας παίζει το μακρύ του και το κοντό του και άλλος για Χίο τράβηξε και άλλος για Μυτιλήνη. Και άλλος στου στούντιο τα στενά, αίμα και δάκρυα χύνει. Και πάλι όσο αίμα δάκρυα και ιδρώτα να χύσουν, πάλι μουσική δε θα μπορέσουν να παίξουν.

Πάρτε το χαμπάρι, δεν πάτε πουθενά χωρίς Drummer.

Α και επειδή είχα πρόσφατα τη συζήτηση με φίλο που είναι Drummer. Προς γνώση και συμμόρφωση:
Όταν βγαίνετε να παίξετε κάπου, ο Drummer σας χρειάζεται τη βοήθειά σας για να στήσει πιο γρήγορα. Είναι ο μόνος ο οποίος έχει ζήτημα εξατομίκευσης του οργάνου του και δεν είναι καθόλου -μα καθόλου- αστείο αυτό. Σταματήστε τις σνομπαρίες του στυλ «Σιγά μωρέ, τι να το κάνει το στήσιμο, ας κάτσει και ας παίξει» γιατί αν σας πειράξουμε την απόσταση τον χορδών (μεταξύ τους ή από τα τάστα) θα πάθετε τέτοια κολούμπρα που θα κλαίτε σε εμβρυακή στάση δίπλα σε κατουρημένο σκουπιδοτενεκέ σε κάποιο υγρό και «τυφλό» δρομάκι του Μπρούκλιν, ενώ παράλληλα θα σας κατουράει διερχόμενος μεθυσμένος και θα σας φιλοδωρεί με τις αφοδεύσεις του, το αδέσποτο της γειτονιάς. Σοβαρευτείτε και βοηθήστε το Drummer σας για δύο λόγους:

Ο πρώτος και κυριότερος είναι ότι αν ο Drummer σας είναι σωστά βολεμένος πίσω από το σετ του, θα βοηθήσει και εσάς να φανείτε καλύτεροι, δίνοντας ένα πιο άρτιο αποτέλεσμα στη μουσική «εικόνα» του συγκροτήματος.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι μπαγκέτες του πονάνε. Οπότε μην επαφίεστε –επ’άπειρον- στην καλή του ψυχή και στην υπομονή του γιατί κοντοζυγώνει η μέρα που θα τις χρησιμοποιήσει με λαγνεία και προκατάληψη εναντίον σας και δε θα σας αρέσει.

Λοιπόν, ψωνάκια;
Μαζευτείτε και χαμηλώστε τη μύτη σας γιατί έχουμε πάρει χαμπάρι τι είστε. Στο κάτω-κάτω της γραφής, όσο διαβασμένοι και να είστε, πάντα θα πλέετε μισοπνιγμένοι στη θάλασσα του χρόνου, αν δεν έχετε κάποιον να σας σώσει και απλά θα θριαμβεύετε μόνο σε όσους δεν μπορούν να καταλάβουν το μέγεθος του τσαρλατανισμού σας.

Ουστ από ‘δώ καβαλοκαλτσοχώστες.