Friday, October 9, 2015

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Οι σέχτες των like/fav/rt στα social μύδια


Μισώ τα σόσιαλ.
(Περιμένω).

Εντάξει; Τελειώσατε με τον ανούσιο αντίλογο ή να περιμένω κι άλλο;
«Εσύ που είσαι όλη την ημέρα φέισμπουκ;», «Εσύ που ποστάρεις χίλια πράγματα και γεμίζεις τους τοίχους μας;», «Εσύ ο spammer;» (αυτό το λένε οι λίγοι που καταλαβαίνουν).

Ναι, εγώ.

Τα μισώ για πολλούς και διάφορους λόγους και αν δεν ήταν μια φιλενάδα να με πιάσει από τη μούρη και να μου πει «Τώρα θα μπεις στο φέισμπουκ», δε θα ασχολιόμουν καν. Καλή της ώρα και την ευχαριστώ γιατί ξέρω γιατί το έκανε, άσχετα που δε «βγήκε» όπως το περίμενε.

Ένας από τους βασικότερους λόγους που τα μισώ, είναι γιατί ο περισσότερος κόσμος, με την ψευδαίσθηση ασφαλείας που προσφέρει το πληκτρολόγιο (ακόμα και το εικονικό από τα κινητά), παρεούλα με την απόσταση, νιώθει ελεύθερος να προβάλλει κάτι που ποτέ δεν πρόκειται να είναι.

Ακοινώνητοι το παίζουν p.r.-ίστες, αγράμματοι ποστάρουν «βαθυστόχαστες» (γελοίες, για εμάς που καταλαβαίνουμε) ατάκες και το παίζουν (αμπελο)φιλόσοφοι, κακάσχημοι και κακάσχημες το παίζουν μοντέλοι και μοντέλες επειδή τραβάνε μια καλή φωτογραφία που δεν έχει σχέση με την πραγματική τους εμφάνιση και φυσικά -το αγαπημένο μου-, η ψευτοκαγκουρομαγκιά του πληκτρολογίου. Επειδή το να βρίσεις πίσω από ένα πληκτρολόγιο είναι τόσο απλό, ανέξοδο και δε χρειάζεται να το στηρίξεις, κοιτάζοντας τον άλλο στα μάτια. Τέτοιες κότες είναι οι περισσότεροι στα σόσιαλ.

Αυτά, -λίγο πολύ- τα ήξερα και πολύ πριν τα σοσιαλ, καθώς για μερικούς από εμάς, το ντερνέτι απέκτησε υπόσταση πολλά χρόνια πριν την ανατολή των αδηφάγων αυτών μέσων. Αυτό όμως που δεν ήξερα και δε μπορούσα να φανταστώ, είναι οι κλίκες και οι σέχτες που δημιουργούνται μέσα σε αυτά και οι οποίες έχουν διάφορες εκφάνσεις. Αποδείχθηκα επικίνδυνα αφελής όμως, γιατί αυτές οι καταστάσεις βρίσκονται παντού γύρω μας και χώροι όπως τα σοσιαλ –με δεδομένα τα παραπάνω-, τις ευνοούν ακόμα περισσότερο.

Απλά είναι οι φορές που αναρωτιέσαι αν γίνεται μερικοί να πέσουν χαμηλότερα και τελικά η πραγματικότητα σε χαστουκίζει με μια βρωμερή και σάπια πέστροφα στη μούρη και σου λέει «Μπορούν να πέσουν πιο χαμηλά απ’ότι φαντάζεσαι».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το τουιτερ. Καθότι πολύ νέος εκεί, δε μπορούσα να φανταστώ τι γίνεται. Γρήγορα όμως κατάλαβα ότι το «μη ενημερωτικό» μέρος του τουιτερ, πλημμυρίζεται από καγκουριά, μισανθρωπιά και αέναη σαπίλα, καθότι εκεί δεν υπάρχει καμία υποχρέωση να πεις ποιος είσαι, οπότε μπορείς απλά να προβάλλεις ό,τι τραβάει η ψυχούλα σου και κάνοντας τις σωστές διασυνδέσεις, να γίνεις και μάγκας. Βαθύ ακκάου το λένε εκεί. Όταν είσαι νέωπας, κάνεις κόσμο φόλλου, κάνεις καλές γνωριμίες, γράφεις και 5-10 καλές ατάκες, αποκτάς φόλλουερς (γιατί στο τουιτερ δε χρειάζεται να εγκρίνεις ποιος σε ακολουθεί) και μετά τους κάνεις ανφόλο όλους αυτούς και φαίνεσαι ότι είσαι δημοφιλής με κάποιες χιλιάδες φόλοερς ενώ εσύ ο υπεράνος, ακολουθείς μόνο διακόσια άτομα. Και υπάρχουν άνθρωποι που κοκορεύονται για το στάτους τους εκεί μέσα.

Και βλέπεις λοιπόν ανούσια και κρύα τουί, να φαβάρονται, να αρτάρονται και να χαίρουν δυσανάλογης δημοσιότητας σε σχέση με την ποιότητά τους και το νόημά τους. Γιατί; Γιατί τα έχουν γράψει «βαθιά ακκάου», οπότε οι υπόλοιποι ματαιόδοξοι προσπαθούν να τριφτούν σα γλίτσες πάνω στα «βαθιά ακκάου» αρτάροντας ως δουλοπρεπή κουταβάκια, ότι χαζομάρα τους σερβίρουν, μόνο και μόνο για να ανεβάσουν νούμερα.

Εκεί –δε- που δάκρυσα, ήταν όταν μου είπαν κάποια σοβαρά (κατά τα άλλα) ακκάου ότι παίζονται μέχρι και εκβιασμοί, του τύπου «αν δε με αρτάρεις θα μείνεις χωρίς φολοερς» και άλλα τέτοια. Μιλάμε για το αίσχατο της καγκουριάς. Εννοείται φυσικά ότι όλα αυτά τα «βαθιά ακκάου» νομίζουν ότι είναι σελέμπριτυς με στάτους αντίστοιχο του Ψινάκη, άσχετα αν είναι χειρότεροι από τον εθνικό μας σταρ, Ανδρέα Ευαγγελόπουλο.

Ας είναι. Πολύ ασχολήθηκα με τους ψωνισμένους τουιτεράδες που απλά αποτελούν μια ηχηρή μειοψηφία -ξαναδιαβάστε το αυτό-.

Φατσαμπουκάδες τώρα. Και εδώ γίνεται προσωπικό.

Αντίστοιχες σέχτες, σε άλλο βαθμό όμως, υπάρχουν και εδώ. Παρεούλες που κάνουν like μόνο μεταξύ τους. Κακό είναι αυτό; Όχι. Απλώς δείχνει πόσο κλειστόμυαλοι είναι μερικοί. Εκεί όμως που σοβαρεύει το πράγμα είναι στο χώρο των συγκροτημάτων.

Σχετικά πρόσφατα είχα συζήτηση με φίλο που ανακαλύπτει τώρα το μεταλ και ήταν βιαστικός να εκφέρει γνώμη για οτιδήποτε. Έτσι λοιπόν, μόλις άκουγε μια ερασιτεχνική δουλειά, την κατέκρινε γιατί δεν ήταν επαγγελματική. Πέρασα αρκετές ώρες εξηγώντας του ότι δεν είναι δυνατόν να έχουν όλοι την παραγωγή των Kreator ή τη φωνή των Six Feet Under. Υπάρχουν και οι ερασιτέχνες που θέλουν στήριξη. Και –ώ του θαύματος- καιρό μετά τον είδα να κάνει λάικ σε τέτοια ανάρτηση συγκροτήματος. Δεν κρατήθηκα και τον ρώτησα δημοσίως: «Μπα; Σου αρέσει;», «Στηρίζω» απάντησε.

Να κάποιος που κατάλαβε.

Αντιθέτως αυτοί που ασχολούνται με το χώρο, έχουν μια ελιτίστικη συμπεριφορά βούδα, που κάθεται πάνω στο λόφο του, περιτριγυρισμένος από κατσικοκούραδα και κάνει λάικ με το σταγονόμετρο, λες και ένα λάικ σημαίνει ότι θέλει να βγάλει το –γεμάτο ποντικοκούραδα- βρακί του και να το πετάξει σ’αυτόν που κάνει λάικ. Αλλά βέβαια. Όλοι για ένα ιμάΖΖΖΖ(παχύ ζ) παλεύουμε και δε γίνεται να κάνουμε λάικ όπου να ‘ναι, ακόμα και σε φίλους μας. Καλά να μη μιλήσω για σερ (όχι δε μιλάω για το λείψανο-τραγουδίστρια με τις εκατομμύρια πλαστικές επεμβάσεις, μιλάω για τις κοινοποιήσεις), γιατί εκεί πια οι ιντερνετικοί βούδες πρέπει να είναι είτε πιωμένοι, είτε μαστουρωμένοι για να πατήσουν το βλογιοκομμένο το κουμπάκι.

Κάπου εδώ μπορώ να μυρίσω την κακία μερικών που θα μουρμουράνε κάτι σε στυλ «Εσύ που μισείς τα σοσιαλ και δεν ασχολείσαι –και καλά- τι κλαίγεσαι; Επειδή δε σου κάνουμε λάικ στο συγκρότημά σου;». Ελάτε, μη ντρέπεστε, το ξέρω ότι όλοι αυτό νομίζετε. Αλλά λάθος κάνετε. Εδώ ούτε (όλα) τα μέλη του συγκροτήματος δεν κάνουν λάικ, στις αναρτήσεις του, πόσο μάλλον φίλοι ή άγνωστοι. Και για να τεθεί ξεκάθαρα το θέμα: Ποσώς με ενδιαφέρει ποιος κάνει λάικ στις αναρτήσεις του συγκροτήματός στο οποίο παίζω. Είμαι αρκετά μεγάλος για να φιλοδοξώ να κάνω καριέρα στο τουίτερ (μα το άγιο Μακαρόνι, το άκουσα και αυτό) ή να περιμένω –τώρα στα γεράματα- να γίνω «διάσημος ντραμμερ», συν ότι μου λείπει το ταλέντο για κάτι τέτοιο. Και η ματαιοδοξία που διακατέχει τους περισσότερους εδώ.

Πολύ απλά έχω σοβαρό πρόβλημα με την ελιτίστικη συμπεριφορά και φτύνω στη μούρη τους ελιτιστές γιατί με αυτόν τον τρόπο θάβουν άτομα που πραγματικά δεν θα έπρεπε να θάβονται. Έτσι απλά.

Και για να τελειώνουμε και να είμαστε ’ξηγημένοι:
Με την εξαίρεση δύο ατόμων που με έχουν βοηθήσει προσωπικά, μη δω σ’αυτό το κείμενο κανα λάικ από ιντερνετικό βούδα γιατί θα γίνουμε ρόμπα από κάτω, στα σχόλια. Οι ιντερνετικοί βούδες διαβάστε το, ξαναδιαβάστε το και κατεβείτε απ’τον κατσικοκουραδόλοφό σας. Δε θέλω τίποτε από εσάς. Ούτε τώρα, ούτε στο μέλλον.



Wednesday, October 7, 2015

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Κουλτουρομουσικόφιλοι και μεταλλοξερόλες


…γενικότερα πρέπει να το πουλάς. Ακόμα και αν δεν το έχεις. Πρέπει να το πουλάς, για να δείξεις ότι είσαι κάποιος, ότι ξέρεις κάτι, ότι τέλος πάντων, δικαιολογείς το οξυγόνο που –κατ’ουσίαν- σπαταλάς. Οι μουσικές γνώσεις γενικότερα είναι και εύκολο προϊόν. Βρίσκεις εκεί μια μπάντα που δεν την ξέρουν ούτε αυτοί που παίζουν σ’αυτήν (Albert, για παράδειγμα… Όνομα κι’αυτό για μπάντα… Έλεος, τι πίνανε τα παιδιά; ), αρχίζεις να παραφουσκώνεις τις ανύπαρκτες ικανότητες των μελών της, παραφουσκώνεις και τα τιποτένια τραγούδια της και το πουλάς.

Πουλάς μούρη. Πουλάς γνώση, πουλάς φούμαρα ανασφάλειας για να δείξεις ότι κάποιος είσαι και ότι κάτι ξέρεις. Μιλάμε για «το έλα να δεις» του κενού. Οι πρώτες μου επαφές με τέτοια άτομα ήταν –προφανώς- στη μεταλλική κοινότητα, όπου οι γνωστοί μεταλλοπατέρες που είχαν ψάξει και την τελευταία μπάντα γιδοβοσκών ψαράδων στο Άνω Καταράχι του Illinois, οι οποίοι έπαιζαν κάτι μεταξύ… Όχι, όχι, δεν το παίζω –πλέον- αυτό το παιχνίδι των χαρακτηρισμών. Βαριέμαι. Παίζανε κουλαμάρες. Κουλαμάρες με σάλτσα τράγου και εσάνς ανικανότητας. Γι’αυτό δε τους έμαθε ούτε η μάνα τους. Ποτέ όμως.

Οι μεταλλοπατέρες παρ’όλα αυτά πουλούσανε μούρη γιατί με βαρύγδουπες λέξεις, σε πείθανε ότι αυτοί οι τραγοβοσκοί πορνοσταρ, μια μέρα θα γίνονταν διάσημοι. Κρατούσανε δε και τη μύτη τους ψηλά και πετούσαν τη γνωστή ατάκα «που να ξέρεις εσύ από αυτά» για να σε κάνουν να νιώσεις και άσχημα που δεν είχες ασχοληθεί μέχρι τώρα με το «ktinovasia metal». Προφανώς βέβαια, η κατάληξη όλων αυτών των «συγκροτημάτων» ήταν η αναμενόμενη: Ή που θα τους εξηγούσε τον έρωτα ο τράγος στον οποίο έκαναν μεταλλική καντάδα, ή –στην χειρότερη- θα παίζανε το «χτύπα με να σε χτυπώ, να ερωτευτούμε στο βυθό» με έναν θαλάσσιο ελέφαντα. Με άλλα λόγια, άπαντες, άπατοι.

Με τα χρόνια, κατάφερα να ξεφορτωθώ όλη αυτήν την τραγίλα από τις πλάτες μου  και πάνω που χάρηκα ότι ξέφυγα από την πανούκλα της μουσικοξερολίασης, το σύμπαν μου έκανε ένα νεύμα με το μεσαίο του δάχτυλο και μετά με έχωσε στο λάκκο με τους κουλτουριαραίους. Ναι, εντάξει, είναι εκεί που κάποια στιγμή –όταν είσαι κοντά στο τέλος της ζωής σου- αφηγείσαι καταστάσεις με τον τίτλο «η ζωή παίζει περίεργα παιχνίδια»...

Κουλτουριαραίοι λοιπόν. Εκεί που νόμιζα ότι ο πάτος ήταν οι τραγομεταλλοξερόλες, ξαφνικά βρέθηκα μπλεγμένος με τριχωτούς ξυπόλητους χίπηδες των δύο ακόρντων και του λιγδωμένου cajon που βρωμάει ποδαρίλα.

Δε γίνεται ρε. Δεν είναι σωστό. Εκεί που λες ότι έχεις δει τον πάτο με τα μάτια σου και έχεις μάθει πλέον να διαχειρίζεσαι τους μεταλλοπατέρες, ξαφνικά σου σκάνε μύτη οι τζιβάτοι βρωμοπόδαροι με τη λιγδωμένη lac στο μαλλί και στο παίζουν υπερβατικά όντα που ενυπάρχουν στο μουσικό στερέωμα, παρέα με πουά δράκους, μονόκερους με εικοσάποντα και βραδύποδες με ζαρτιέρες.

Οι τύποι είναι το έσχατο του αίσχους. Δεν πάει παραπέρα. Όχι μόνο είναι κάτι τελευταίοι ψευτολελέδες, αλλά νομίζουν ότι το κλειδί του σολ, ανοίγει την πίσω πόρτα της Αλίκης που έκανε βόλτα στη χώρα των θαυμάτων. Όλο αυτό το μουσάτο συνονθύλευμα, απλά είναι ότι χειρότερο έχει να επιδείξει η εξελικτική θεωρία τους τελευταίους αιώνες. Το μόνο που ξέρουν είναι πώς να χειρίζονται το –απαραίτητο- αηφώνι τους και πώς να βγάζουν σέλφι.

Από μουσικές γνώσεις, είναι κλάσεις χειρότεροι από τους μεταλλοξερόλες καθώς το μόνο που μπορούν να αναγνωρίσουν, είναι οι ρε ματζόρε που βγάζουν όταν πέρδονται στοιχισμένοι. Συν βέβαια το γεγονός ότι οι μεταλλοπατέρες κάποτε έλιωναν για να βρουν κασέτες, βινύλια και να φτιάξουν μια μουσική συλλογή, ενώ τώρα τα φουντωτά κανις της κουλτούρας, παριστάνουν τους μουσικογνώστες με λίστες από youtube. Κατά τα άλλα, βρίσκουν –και αυτοί με τη σειρά τους- διάφορους άγνωστους ψαροβάτες (που το μόνο αναπαραγωγικό σύστημα που έχουν δει στη ζωή τους, είναι αυτό της μεσογειακής σαρδέλας) για να τους «πουλήσουν» σε κάτι πανηλίθια γκομενάκια μπας και τα ρίξουν. Και –δυστυχώς- τα ρίχνουν. Γιατί –ως γνωστόν- τα άνωθεν «γκομενάκια», ψαρώνουν αμέσως μόλις μυριστούν ψαγμενιά, άσχετα αν είναι ανυπόστατη και κενή περιεχομένου. Θέλουν απλώς να ζήσουν την αυταπάτη ότι –και καλά- έχουν δίπλα τους κάποιον ψαγμένο κουλτουριάρη…

Δεν πρόκειται να εξελιχθούμε ποτέ. Ποτέ όμως. Δαρβίνε, θα τα έβαζες τα κλάματα.