Wednesday, December 23, 2015

Οι ταμπέλες και ο κοινωνικός ρατσισμός (μου; )


Σήμερα μίσος. Όχι για άλλο λόγο, αλλά μετά από τον τριψήφιο αριθμό στοιχειοθετημένων σκατοψυχιών και άπειρων εξηγήσεων ακόμα ακούω πράγματα που κάνουν τα δόντια μου να θέλουν να πέσουν…

Αφορμή για το συγκεκριμένο κείμενο ήταν… Βασικά όχι, παραδόξως, αφορμές είχα πολλές τελευταία, αλλά η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν μια παλιά κουβέντα με φίλη η οποία σε ανύποπτο χρόνο μου πετάει την επική ατάκα «Ε, κόψε κι’εσύ το μαλλί σου» (σε συζήτηση που λέγαμε ότι στις γυναίκες δεν αρέσει το μαλλί). Aυτό το «κόψε το μαλλί σου» παραδόξως το είχα ακούσει αρκετά συχνά τελευταία, σε σημείο που το καθιστά ανησυχητικό για τα δεδομένα της κοινωνίας μας εν έτει 2015. Παρεμπιπτόντως, για να μη βιάζεστε, το μαλλί μου δεν το έκοψα γι’αυτό. Το έκοψα γιατί είδα κάποιες φωτογραφίες από το live που κάναμε στον πεζόδρομο τον φέτος το Φεβρουάριο και αυτό που είδα (άσχετα αν είχα ιδρώσει σαν το γουρούνι), δε μ’άρεσε. Έτσι για να βάζουμε μερικά πράγματα στη θέση τους. Α. Και εν έτει 2000 και 15, άκουσα να μου λένε «Επιτέλους σοβαρεύτηκες». Επειδή έκοψα το μαλλί. Σοβαρεύτηκα. Αχά.

Προσπερνώντας –προσωρινά βέβαια- το ζήτημα με τις τρίχες, πάω σε άλλα σχόλια που έχω δει κατά καιρούς εδώ και έχουν να κάνουν με τους χαρακτηρισμούς που εξαπολύω, αφειδώς είναι η αλήθεια. Κάγκουρες, ψώνια, προβληματικοί πάσης φύσεως, κομπλεξικές, ανώμαλοι, σουρλουλούδες, αχλαδοκουνούσες και άλλα διάφορα που έχω πει κατά καιρούς.

Και εκεί αρχίζει το μεγάλο μπέρδεμα…
«Γιατί βάζεις ταμπέλες; Ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, δεν είμαστε ίδιοι κτλ κτλ» και άλλα τέτοια ρομαντικά…. Εντωμεταξύ, το ακούς αυτό και από φεμινίστριες που πιστεύουν ότι «όλοι οι άντρες είναι γουρούνια» αλλά εντάξει, αυτή η ταμπέλα που αποκλείει το μισό πληθυσμό της γης με 5 λέξεις, είναι ανεκτή και κοινωνικά αποδεκτή γιατί οι γυναίκες έχουν απλά δίκιο, ειδικά όταν περιμένουν το κόκκινο τσάι του βουνού που έρχεται παρέα με όλες τις καλές διαθέσεις του κόσμου….

Κάποιοι σίγουρα, θα «έπιασαν» το υπονοούμενο της παραπάνω παραγράφου η οποία πέταξε δύο ταμπέλες με πολύ συνοπτικές διαδικασίες: «όλοι οι άντρες είναι γουρούνια» και «όλες οι γυναίκες έχουν δίκιο ειδικά όταν περιμένουν περίοδο».

Και εδώ είναι το ζουμί της υπόθεσης:
Όλα τα πράγματα έχουν περισσότερες από μια πλευρές ή οπτικές γωνίες. Έτσι και οι ταμπέλες.

Η ταμπέλα, η οποία έχει αποκτήσει τόσο αρνητικό νόημα, δεν είναι τίποτα παραπάνω από την προσπάθεια του μυαλού να ομαδοποιήσει τα εισερχόμενα ερεθίσματα, με σκοπό να κάνει ευκολότερη την ανάκτησή τους. Βλέπετε ένα μαλλιά στο δρόμο. Το μυαλό δεν κάθεται να ασχοληθεί με το αν ο μαλλιάς ακούει Megadeth, Slayer ή Kreator. Τον κατατάσσει σαν «μεταλλά» και το τελειώνει με συνοπτικές διαδικασίες εκτός αν απαιτήσουμε να κάνει κάτι παραπάνω. Μέχρι εδώ είναι όλα καλά. Η λειτουργία αυτή παραμένει ακούσια και σε αντανακλαστικό επίπεδο.

Από εδώ και πέρα όμως αρχίζει το «παιχνίδι», που έχει να κάνει σε πολύ μεγάλο βαθμό με την ανατροφή του καθενός και –φυσικά- με την ανοιχτομυαλιά του. Γιατί ένα μαχαίρι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κόψει το παστίτσιο και να το σερβίρει αλλά επίσης μπορεί να καρφωθεί και στην πλάτη ενός φανατικού fan του Παντελίδη. Γιατί αυτούς απλά δεν τους χρειαζόμαστε.

Ο λόγος λοιπόν για τον οποίο οι ταμπέλες έχουν αποκτήσει τόσο άσχημη έννοια είναι γιατί λειτουργούν με βάση τον κοινωνικό αποκλεισμό. Δηλαδή όταν κάποιος σκέφτεται ότι είναι αντιμέτωπος με ένα μεταλλά, σκέφτεται πως όλοι οι μεταλλάδες είναι ασόβαροι, αμόρφωτοι ούγκανοι, που δεν έχουν μεγαλώσει (εμ βέβαια, ποιος ακούει metal μετά τα 15; ) και γενικώς είναι τα ρεμάλια της κοινωνίας που δεν έχουν καμία θέση στον αποδεκτό κοινωνικό μας περίγυρο.

Ναι ναι, ξέρω, έχουν αλλάξει τα πράγματα, το metal είναι λίγο πιο αποδεκτό αφού πια αποσυνδέθηκε -σε μεγάλο βαθμό- από το σατανισμό. Να ‘ναι καλά το τρέντυ γκομενομεταλ των Nightwish και η σουρλουλού ο Φίλε Βάλτον (him) που ποπ-ο-ποίησαν το metal όσο δεν παίρνει και το έβαλαν σε σαλόνια. Εντωμεταξύ πολλοί «μεταλλάδες» αποδέχονται τους him και την αντροχωρίστρα που έχουν για frontman, αλλά κράζουν το Sakis Rouvas ο οποίος τυχαίνει να είναι ένας εξαίρετος επαγγελματίας και όχι ένας μαλλιαρός emo-φλούφλης που πουλάει κλάμα σε μικρά κοριτσάκια που νομίζουν ότι είναι σκληρές μεταλλούδες ακούγοντας eyeliner metal.

Αλλά νταξ. Μεταλλάδες... Πιο κλειστόμυαλος γίνεσαι μπετό σε γέφυρα του Μπόμπολα. Γιατί προφανώς ο μεταλλάς κοροϊδεύει άνετα τους μανάγουαρ για τα γούνινα σωβρακάκια και τα σπαθάκια τους, αλλά θεωρεί πως κανένα άλλο είδος πλην του metal, άντε και της κλασικής (οι –και καλά ψαγμένοι- που ξέρουν μόνο το Wagner, άντε και τον Tchaikovsky) δεν μπορεί να λέγεται μουσική.

Την ίδια ακριβώς εντύπωση έχουν και για τους ανθρώπους, καθώς τους χωρίζουν σε μεταλλάδες και μη μεταλλάδες ή false ones ή ξεπουλημένους ή σκυλάδες. Μιλάμε για το άκρον άωτον της ταμπελοποίησης και του κοινωνικού ρατσισμού, από μια ομάδα που κυριολεκτικά δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζει έτσι την κοινωνία, ακριβώς γιατί έχει «υποφέρει» από αυτά τα σύνδρομα. Παρ’όλα αυτά όμως, επειδή είναι πανεύκολο να βραχυκυκλώσεις ένα μεταλλά, αν του δείξεις έναν τύπο που βαράει τύμπανα σε old school 80’s thrash συγκρότημα (στην ουσία αναπαράγει σήμερα αυτά με τα οποία μεγάλωσε κάποτε) επειδή πάει στον Κιάμο, θα σου απαντήσει ότι δεν μπορεί να λέγεται μεταλλάς επειδή πάει Κιάμο.

Ευτυχώς! –δηλώνω εγώ. Γιατί πολύ απλά δε θέλω επαφή (γειά σου ρε Πανούλη) με τόσο κλειστόμυαλα άτομα, οπότε χαίρομαι ιδιαιτέρως που μου αρνούνται τον όρο «μεταλλάς» ο οποίος είναι άρρηκτα συνυφασμένος με την κλειστομυαλιά. Παράλληλα όμως, τους εύχομαι να περνάνε το μισό καλά απ’όσο περνάω εγώ στο Club 22. Όχι για άλλο λόγο αλλά γιατί αν περάσουν το ίδιο καλά με εμένα, παίζει να πάθουν κανένα εγκεφαλικό γιατί δε θα ξέρουν πώς να το διαχειριστούν…

Υποθέτω μέχρι τώρα αρκετοί και αρκετές –που δεν έχετε σχέση με το metal- έχετε καγχάσει για την κατάντια των μεταλλάδων οι οποίοι όντας απόκληροι μιας εποχής, αντί να κρατήσουν ανοιχτό μυαλό, κατάντησαν σεχταριστές μεταξύ τους.

Για να έρθω και σ’εσάς τώρα γιατί οι μεταλλάδες ήταν, είναι και θα είναι κοινωνική μειοψηφία, οπότε το πρόβλημα –στην ουσία- είναι οι υπόλοιποι.

Εσείς λοιπόν οι μοντέρνοι ανοιχτόμυαλοι άνθρωποι που με κράζετε ότι βάζω ταμπέλες και είμαι ρατσιστής (μόλις τις προάλλες δήλωνα ανοιχτά ότι διαφωνώ καθέτως με οτιδήποτε ρατσιστικό…), για πείτε μου:
Βλέπετε έναν τύπο στην ηλικία μου (την ξέρετε), που φαίνεται σαν άστεγος κομπάρσος που το έχει σκάσει από τα γυρίσματα video clip του Χαριτοδιπλωμένου. Μαλλιάς, με μποτάκια, κομμένα τζην και ξεχειλωμένες μπλουζες… Αυτός ο τύπος λοιπόν, κοπανάει κλαπατσύμπανα με κάτι άλλους μαλλιάδες και όταν βγαίνει επί σκηνής για να παίξει, φοράει μια ποδιά χασάπη, ρίχνει και λίγο αίμα πάνω του και κραδαίνει ένα μπαλτά… Ποια είναι η πρώτη σας σκέψη γι’αυτόν; Ότι είναι υπεύθυνος ενήλικας; Ότι ξέρει να περνάει καλά; Ότι κρατάει όσο μπορεί πιο ανοιχτό το μυαλό του; Ότι μπορεί να συζητήσει για πολύ περισσότερα θέματα απ’όσα τον κόβετε με την πρώτη ματιά; (με λατρεύω όταν με πιάνει κρίση μετριοφροσύνης).

Δεν το νομίζω. Μπορώ όμως να σας κάνω προβλέψεις με εξαιρετικά μεγάλη ακρίβεια: Ανώριμος, ασόβαρος παλιμπαιδιστής που δεν έχει μεγαλώσει και είναι και βρωμιάρης, είναι μόνο μερικά από όσα θα του προσάπτατε. Όχι τίποτε άλλο δηλαδή αλλά ξέρω ένα τέτοιο τύπο και μου τα λέει που και που.

Επιστρέφοντας λοιπόν σ’εμένα και τις ταμπέλες μου, έχω την τύχη να καυχιέμαι ότι ο κύκλος των ατόμων με τα οποία συναναστρέφομαι είναι κατά πολύ μεγαλύτερος απ’αυτόν που φαντάζεστε. Τρέντηδες, σκυλάδες, ακόμα και μεταλλάδες (όσοι με καταδέχονται δηλαδή…) και άλλες χειρότερες «ταμπέλες» κάνουν παρέα μαζί μου σε καθημερινή βάση. Μάλλον φταίει που παρ’όλο που τους λέω «τρέντηδες» και «σκυλάδες» στα μούτρα τους, μπορώ να ξεχωρίσω τα ατομικά τους χαρακτηριστικά που μου ταιριάζουν και να περάσουμε καλά, κάνοντας παρέα.

Πόσοι από εσάς τους «ανοιχτόμυαλους» που εκνευρίζεστε με τις ταμπέλες, μπορείτε να δείξετε ανάλογου τύπου εξωστρέφεια και να καταδεχτείτε άλλους στον κοινωνικό σας περίγυρο;

Πόσοι επίσης μπορείτε να ξεπεράσετε το αρχικό σοκ της (ακραίας) πρώτης σκέψης που κάνετε για αυτόν που έχετε απέναντί σας και να του δώσετε χώρο και χρόνο να αναπτυχθεί μπροστά σας για να μπορέσετε να σχηματίσετε μια πιο σφαιρική άποψη γι’αυτόν;

Για κοιταχτείτε λίγο…



Monday, December 14, 2015

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Οι «ανεξάρτητες» γάτες και τα χάπατα-ιδιοκτήτες των

Πριν συνεχίσετε το διάβασμα, για όσους δε το γνωρίζετε, έχω δύο γάτες που τις αγαπάω (και μάλλον μ’αγαπάνε) όσο τους πρέπει και τις φροντίζω.

Και αφού βγάλαμε από τη μέση τα διαδικαστικά, προχωράμε στο παρασύνθημα.

Μιλάμε για μια μπούρδα μεγατόνων, η οποία απλώς έχει καταντήσει πιο γραφική από τους ψηφοφόρους των χρυσαύγουλων που ξεκινάνε με τη φράση «εγώ δεν είμαι ρατσιστής…» και μετά σου χώνουν ένα «…αλλά…» με το οποίο δονείται το σύμπαν από το facepalm του Δαρβίνου, καλή του ώρα εκεί που είναι.

Οι γυναίκες που αγαπάνε τις γάτες, στην πλειοψηφία τους, κάνουν μια εξαιρετική προβολή του εαυτού τους πάνω σ’αυτές, ειδωλοποιώντας την κακία –που με τόση άνεση- μπορεί να βγάλει μια γάτα, ευχόμενες να μπορούσαν να βγάλουν την ίδια κακία στους πανηλίθιους πρώην που αυτές επέλεξαν. Τα δε αγοράκια που λατρεύουν τις γάτες, είναι στην πλειοψηφία τους κάτι ψωνισμένα εσωστρεφή καγκουράκια που επειδή το παίζουν «είμαι ‘λέφτερος κι έτσ’» την έχουν δει γατοπατέρες, ήτοι «στο ράφι με 72 γάτες».

Από πού –λοιπόν- ξεκινάει όλη αυτή η αυταπάτη; Μα φυσικά από το γεγονός ότι η γάτα δεν είναι αγελαίο ζώο. Δηλαδή από ένστικτο δεν θέλει κανέναν δίπλα της εκτός αν είναι να ζευγαρώσει. Οι περισσότεροι -ας πούμε- παραβλέπουν το γεγονός ότι τα αρσενικά κυνηγάνε τις λεχώνες για να τους σκοτώσουν τα μικρά, επειδή δεν θέλουν άλλα αρσενικά να τους διεκδικήσουν την περιοχή.

Από εκεί και πέρα, στα οικόσιτα ζώα, η κατάσταση αλλάζει άρδην, αφού ένα ζώο το οποίο το μεγαλώνεις από μικρό, είναι φυσικό να έχει πιο κοινωνική συμπεριφορά από τα «άγρια» (ακόμα και εντός πόλεων) ζώα που δεν είχαν την τύχη να τα φροντίζει κάποιος. Παρ’όλα αυτά οι γάτες (ανεξαρτήτως φύλου) δε σταματάνε να δείχνουν τον αντικοινωνικό χαρακτήρα τους όποτε τις βολεύει. Γι’αυτό και μια γάτα μπορεί να βγάλει –με μεγάλη άνεση- επιθετικότητα, ακόμα και στο χέρι που την ταΐζει.

Οι απανταχού γατόφιλοι, συχνάκις κάνουν «αρκουδάκια» τις γάτες τους, παριστάνοντας τη Φωσκολική Σελήνη, αρπάζοντάς τες και χαϊδεύοντάς τες, όταν αυτοί θέλουν. Βέβαια όταν δε θέλουν τα ζωντανά, αρχίζουν να παραπονιούνται, οπότε ή φεύγουν, ή αρχίζουν τις νυχιές και τις δαγκωματιές… Και μετά φεύγουν. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι όλοι οι ένθερμοι γατόφιλοι πάσχουν από γατίσια σημάδια στα χέρια και στα πόδια. Χρησιμοποίησα το ρήμα «πάσχουν» αντί για το «φέρουν» διότι εδώ πρόκειται για έναν ιδιότυπο μαζοχισμό, όπου το χάπατο-ιδιοκτήτης της γάτας, θέλει να δείξει την αγάπη του στο ζωντανό, γνωρίζοντας ότι το ζωντανό δεν θέλει και ότι θα του φερθεί άσχημα, αλλά το κάνει παρ’όλα αυτά, για να νιώσει ο ίδιος καλά.

Κάντε μια μικρή παύση και σκεφτείτε λίγο πόσο τραγελαφικό είναι αυτό που περιγράφει η παραπάνω πρόταση… Και σκεφτείτε πως θα περιγράφατε κάποιον που –ενώ ξέρει ότι θα πονέσει ή θα πληγιάσει- προσπαθεί να δείξει αγάπη σε κάποιον που θα τον κακομεταχειριστεί… Υπέροχο ε;

Και κάπου εδώ ήδη «μυρίζομαι» τους διάφορους να λένε «Εμένα μ’αγαπάει τρελά ο/η γάτος/γάτα μου και εσύ είσαι ηλίθιος». Ναι, στην πλειοψηφία τους, τα γατιά σας, σας αγαπάνε γιατί τα φροντίζετε και τους δίνετε φαΐ. Αν τους κόψετε το φαΐ, θα το απαιτήσουν. Έτσι γιατί μπορούν. Και αν –πάλι- δεν πάρουν φαΐ, θα φύγουν.  Να τις χαίρεστε λοιπόν.

Και πάλι, θα υπάρχει ο γνωστός τετριμμένος αντίλογος, όπου κάποιο ζωντανό, είχε μια κοινωνική αλληλεπίδραση και «κατάλαβε» τι του είπε ο ιδιοκτήτης του ή τι αισθανόταν εκείνη την ώρα. Και εδώ η απάντηση είναι καταφατική. Υπάρχουν και τέτοιες γάτες. Όπως επίσης υπάρχουν και οι γάτες που όταν γεννήσει μια γυναίκα, υπερασπίζονται το μωρό της και κοιμούνται μαζί του κτλ. Είναι όμως τζόγος το εάν το γατί θα θεωρήσει το μωρό ως ένα ανυπεράσπιστο νεογνό, ή ως κάποιον που θα του πάρει την προσοχή, οπότε και θα του επιτεθεί. Είτε το θέλετε είτε δεν το θέλετε.

Οι ίδιοι λοιπόν που σκίζουν τις ασέξουαλ κιλότες τους για τις γάτες, έχουν βγάλει και το ψαγμένο συμπέρασμα για τα σκυλιά: «Είναι δούλοι». Όχι ψωνισμένοι κοκορόμυαλοι, δεν είναι δούλοι. Το σκυλί από τη φύση του, είναι αγελαίο. Το οποίο σημαίνει ότι είναι κοινωνικό. Το οποίο σημαίνει ότι δένεται. Τόσο με άλλα σκυλιά, όσο και με τον ιδιοκτήτη του που το φροντίζει. Το σκυλί είναι πιστό, από ένστικτο, άσχετα αν εσείς το βαφτίζετε ως «δούλο» επειδή πάντα κοιτάζει στα μάτια και περιμένει την επιβεβαίωση.

Ουσιαστικά, αν πάρουμε τα δύο ζώα και τους χαρακτήρες τους και τους μεταφέρουμε σε ανθρώπους, στην περίπτωση του σκύλου-ανθρώπου, θα έχουμε έναν άνθρωπο ο οποίος θα είναι πάντα εκεί, θα σε φυλάει, θα σου ζητάει την επιβεβαίωση  και ένα χάδι. Αντ’αυτού, ο άνθρωπος-γάτα, θα είναι ένα ψωνισμένο μοντέλο που θα κάθεται όλη μέρα σε ένα καναπέ, νομίζοντας ότι είναι ωραίο, θα απαιτεί φροντίδα και προσοχή μόνο όταν θέλει αυτό και αν πας να το ακουμπήσεις ενώ δε θέλει, θα σε χτυπήσει.

Συγγνώμη, αλλά μια κοινωνία βασισμένη στον χαρακτήρα της γάτας είναι… Παντελώς αποκρουστική, ενώ το χειρότερο που μπορεί να γίνει σε μια κοινωνία βασισμένη στο χαρακτήρα του σκύλου, είναι να την πιάσεις κορόιδο.

Και τελικά, τι τύποι είστε; Απ’αυτούς που θέλουν να είναι δούλοι στις γάτες ή απ’αυτούς με χαρακτήρα τέτοιο, που ενώ έχουν δίπλα τους έναν –εν δυνάμει- δούλο, αρνούνται να τον εκμεταλλευτούν –απλά- γιατί δεν είναι σωστό;


Monday, November 30, 2015

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Ένας Drummer πάει να παίξει live

Μη χαίρεστε, ο όρος «Drummer» αναφέρεται σ’εσάς που είστε. Έχουμε πει ότι δεν είμαι. Είμαι Hitter (με δύο T, ήτοι κοπανιστής).

Λοιπόν, εσχάτως ξαναέζησα τη γνωστή εμπειρία του να πρέπει να νιώθω σα να ζητάω χάρη από μαγαζάτορες ή ηχολήπτες (συν τους διάφορους «οργανοπαίχτες».... νομίζω καταλαβαινόμαστε για τα εισαγωγικά ε;...), επειδή έχω 2-3-4 πραματάκια παραπάνω από το κλασικό «πεντάρι» (1 κάσα, 1 ταμπούρο, 2 τομς, 1 βαθύ) σετ τυμπάνων. Λοιπόν, για να μη μακρηγορούμε και για να τα λέμε τα πράγματα ξεκάθαρα, επειδή (ειδικά οι υπόλοιποι οργανοπαίχτες) μας έχετε πολύ παρεξηγήσει, περιορίζομαι μόνο στα καθαρά πρακτικά ζητήματα ενός σετ τυμπάνων, τα οποία –με δεδομένο ότι ο Drummer φέρνει τις μπαγκέτες του και τα πετάλια του- έχουν ως εξής: Το κάθε σετ, μπορεί να στηθεί μόνο με τον τρόπο που είναι σχεδιασμένο και ανάλογα με τη μάρκα, άρα δεν είναι απαραίτητο οτι ο Drummer έχει την ίδια μάρκα τυμπάνων με το μαγαζί. Επίσης, τα δέρματα θα έχουν σίγουρα άλλο κούρδισμα και διαφορετική ανταπόκριση στη μπαγκέτα. Συνήθως οι μαγαζάτορες δεν τα αλλάζουν ποτέ, οπότε δεν είναι εύκολο να τα κουρδίσεις γιατί φοβάσαι μη τα χαλάσεις και δε μπορείς να παίξεις καθόλου. Ειδικά όταν παίζεις κάτι απαιτητικό, όπως το μεταλ. Και φυσικά, οι βάσεις για πιάτα, οι οποίες δεν είναι απαραίτητο πως έχουν «γερανούς» οι οποίοι χρειάζονται στις περισσότερες περιπτώσεις για να έρθουν τα πιάτα εκεί που βολεύουν το Drummer.

Κρατώντας λοιπόν μόνο τα –πολύ βασικά- παραπάνω, οι απαντήσεις προς τους δυσανασχετούντες που δεν καταλαβαίνουν, έχουν ως εξής:

Μαγαζάτορας:
Καταρχήν, τα τύμπανά μου είναι σίγουρα καλύτερα από τα δικά σου. Άρα θα φανεί καλύτερα το μαγαζί σου, αντί να φαίνεται η χαλασμένη παλιατζουρία που έχεις. Κατά δεύτερον, δε σου ζητάω λεφτά που θα παίξω και το μόνο που θα με κεράσεις είναι μια μπύρα που θα κοστίζει –το πολύ- ενάμισι ευρώ. Εγώ όμως θα παίξω μισή-μια ώρα, θα δαπανήσω 2 ώρες πριν για να ξεστήσω, 2 ώρες στο μαγαζί σου για να στήσω και να ξεστήσω και άλλες 2 ώρες στο χώρο μου για να τα στήσω. Και όλα αυτά, για να με κεράσεις εσύ μια μπύρα. Επειδή λοιπόν με εκμεταλλεύεσαι 100%, πες μου ευχαριστώ, φόρα ένα gag-ball και βγάλε το σκασμό, διαφορετικά θα σου ζητήσω στο τέλος της βραδιάς να μου πεις πόσα ποτά έδωσες και πόσες αποδείξεις έκοψες. Και αν δεν έχεις τον απαιτούμενο χώρο για ένα σοβαρό σετ τυμπάνων, φώναξε τότε τον Πλιάτσικα να κάνει live στο μαγαζί σου και άσε το metal για μαγαζιά που μπορούν.

Ηχολήπτης:
Εσένα σ’αγαπάω λίγο παραπάνω. Είσαι της γνώμης του «τι τα θες όλα αυτά τα τύμπανα» επειδή βαριέσαι να κάνεις ηχοληψία ή απλά θες να κρύψεις ότι είσαι ανίκανος και/ή δεν έχεις τον εξοπλισμό για να κάνεις σοβαρή ηχοληψία σε ένα σοβαρό σετ τυμπάνων. Λοιπόν, μη μου πουλάς εκδούλευση γιατί αν μου ζητήσεις να παίξω στα στημένα σου ρημαδοτύμπανα, τα τραγούδια που έχω στήσει στο (μεγάλο) σετ μου, τότε θα σου ζητήσω να μου κάνεις ηχοληψία με μια κονσόλα που να έχει μόνο ένα περιστροφικό volume ανά μικρόφωνο και αυτό θα έχει σχήμα βαλάνου, την οποία θα έχω λαδώσει για να γλιστράει καλά στο χέρι σου. Να δούμε τι ηχοληψία μπορείς να κάνεις τότε, άχρηστε τεμπέλη. Αν δε μπορείς και θες μια σοβαρή κονσόλα, σεβάσου κι εμένα που θέλω ένα σοβαρό σετ επειδή σέβομαι τη μουσική μου και τιμώ αυτόν που θα έρθει να με ακούσει, δίνοντας τον καλύτερό μου εαυτό.

Κιθαρίστας:
Ψιτ, εσύ μεγαλομανή μπιζελάτε γρατζουνιστή ζητιανόξυλων; Αν έχεις γνώμη για τα πολλά μου τύμπανα, θέλω να παίξεις τα κομμάτια σου σε κιθάρα που να είναι τριάντα πόντους κοντύτερη γιατί μου σπαταλάς χώρο και αντί για χορδές, να έχει ζαρτιέρες και τα κουρδιστήρια σου να είναι λιγδωμένα butt plugs για να σε δω αν μπορείς να κουρδίσεις τις ζαρτιέρες σου. Αν δε μπορείς, κράτα το όργανό σου (ναι, όποιο καταλαβαίνεις τέλος πάντων) κάνε τη δουλειά σου και σεβάσου κι εμένα που θέλω να κάνω τη δική μου.

Μπασίστας:
Εντάξει, εσύ είσαι «δικός μου». Rhythm section κι’έτσ’. Εσύ απλά να κοντύνεις (κι εσύ) το μπράτσο σου γιατί μου τρως χώρο, να βγάλεις τα τάστα και να πετάξεις όλες τις άλλες χορδές εκτός απ’τη «μι». Έτσι και αλλιώς, σπανίως χρησιμοποιείς τις υπόλοιπες, οπότε κανείς δε θα το καταλάβει.

Τραγουδιστής:
Εδώ έχουμε κορυφή. Εάν κι εσύ έχεις γνώμη, τότε πάρε ένα ασύρματο flesh ligh και τραγούδα σ’αυτό. Και άει παράτα μας. Α. Και βγάλε και την κάλτσα που έχεις βάλει στο παντελόνι. Δεν πείθεις κανέναν.

Κιμπορντίστας:
Τινουσεισισύ; Έχεις κι εσύ γνώμη; Άει τράβα σπιτάκι σου και έλα αύριο με τον κηδεμόνα σου μουζικάντη της κακιάς ώρας που πατάς τρια-τέσσερα ακόρντα σε ένα κομμάτι και νιώθεις την ευλογία του Chopin να σου λούζει την τρεντολιγδωμένη κοτσίδα σου. Α και βγάλε επιτέλους αυτό το φουντωτό πουκάμισο που σε κάνει να μοιάζεις με υπετροφικό μπέμπη-Κορκολή.

Το έχω ξαναγράψει: Σεβαστείτε το Drummer, όταν τον βλέπετε να προσπαθεί και να ενδιαφέρεται. Όλοι σας πιστεύετε –έτσι απλά- πως «όλα απλοποιούνται» και μπορούμε να παίξουμε τα πάντα σε οποιοδήποτε σετ.. Ναι, όλα απλοποιούνται. Αν είναι έτσι, να πάρουμε ένα ξυλόφωνο και απλά να κρατάμε μετρονόμο. Τι λέω; Ούτε αυτό. Ας βάλουμε ένα μετρονόμο να κρατάει το χρόνο και παίχτε πάνω του να δούμε τι αποτέλεσμα θα βγάλετε.

Όταν ο άλλος κάθεται και βγάζει κομμάτι που θέλει τέσσερα τομς, το κάνει γιατί το θέλει και θεωρεί ότι έτσι «δίνει» στο κομμάτι. Όταν έρχεστε και του λέτε «παίχ’το σε δύο» του κόβετε τα φτερά και τη χαρά να παίξει το κομμάτι.

Ευτυχώς που οι «δικοί μου» με σέβονται και με δέχονται όπως είμαι γιατί –αν μη τι άλλο- αναγνωρίζουν το ενδιαφέρον μου και την προσπάθειά μου. Οι υπόλοιποι που την έχετε δει υπεράνω και θεωρείτε ότι ο Drummer είναι απλά πίσω για να κάνει τον ούγκανο, σοβαρευτείτε, κατεβάστε τις μύτες σας από το ταβάνι και δείχτε σεβασμό γιατί ο Drummer σας, ξέρει να σας πονέσει εκεί που πονάτε και απλά δε το κάνει γιατί έχει καλή ψυχή, αντίθετα μ’εσάς.



Friday, October 9, 2015

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Οι σέχτες των like/fav/rt στα social μύδια


Μισώ τα σόσιαλ.
(Περιμένω).

Εντάξει; Τελειώσατε με τον ανούσιο αντίλογο ή να περιμένω κι άλλο;
«Εσύ που είσαι όλη την ημέρα φέισμπουκ;», «Εσύ που ποστάρεις χίλια πράγματα και γεμίζεις τους τοίχους μας;», «Εσύ ο spammer;» (αυτό το λένε οι λίγοι που καταλαβαίνουν).

Ναι, εγώ.

Τα μισώ για πολλούς και διάφορους λόγους και αν δεν ήταν μια φιλενάδα να με πιάσει από τη μούρη και να μου πει «Τώρα θα μπεις στο φέισμπουκ», δε θα ασχολιόμουν καν. Καλή της ώρα και την ευχαριστώ γιατί ξέρω γιατί το έκανε, άσχετα που δε «βγήκε» όπως το περίμενε.

Ένας από τους βασικότερους λόγους που τα μισώ, είναι γιατί ο περισσότερος κόσμος, με την ψευδαίσθηση ασφαλείας που προσφέρει το πληκτρολόγιο (ακόμα και το εικονικό από τα κινητά), παρεούλα με την απόσταση, νιώθει ελεύθερος να προβάλλει κάτι που ποτέ δεν πρόκειται να είναι.

Ακοινώνητοι το παίζουν p.r.-ίστες, αγράμματοι ποστάρουν «βαθυστόχαστες» (γελοίες, για εμάς που καταλαβαίνουμε) ατάκες και το παίζουν (αμπελο)φιλόσοφοι, κακάσχημοι και κακάσχημες το παίζουν μοντέλοι και μοντέλες επειδή τραβάνε μια καλή φωτογραφία που δεν έχει σχέση με την πραγματική τους εμφάνιση και φυσικά -το αγαπημένο μου-, η ψευτοκαγκουρομαγκιά του πληκτρολογίου. Επειδή το να βρίσεις πίσω από ένα πληκτρολόγιο είναι τόσο απλό, ανέξοδο και δε χρειάζεται να το στηρίξεις, κοιτάζοντας τον άλλο στα μάτια. Τέτοιες κότες είναι οι περισσότεροι στα σόσιαλ.

Αυτά, -λίγο πολύ- τα ήξερα και πολύ πριν τα σοσιαλ, καθώς για μερικούς από εμάς, το ντερνέτι απέκτησε υπόσταση πολλά χρόνια πριν την ανατολή των αδηφάγων αυτών μέσων. Αυτό όμως που δεν ήξερα και δε μπορούσα να φανταστώ, είναι οι κλίκες και οι σέχτες που δημιουργούνται μέσα σε αυτά και οι οποίες έχουν διάφορες εκφάνσεις. Αποδείχθηκα επικίνδυνα αφελής όμως, γιατί αυτές οι καταστάσεις βρίσκονται παντού γύρω μας και χώροι όπως τα σοσιαλ –με δεδομένα τα παραπάνω-, τις ευνοούν ακόμα περισσότερο.

Απλά είναι οι φορές που αναρωτιέσαι αν γίνεται μερικοί να πέσουν χαμηλότερα και τελικά η πραγματικότητα σε χαστουκίζει με μια βρωμερή και σάπια πέστροφα στη μούρη και σου λέει «Μπορούν να πέσουν πιο χαμηλά απ’ότι φαντάζεσαι».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το τουιτερ. Καθότι πολύ νέος εκεί, δε μπορούσα να φανταστώ τι γίνεται. Γρήγορα όμως κατάλαβα ότι το «μη ενημερωτικό» μέρος του τουιτερ, πλημμυρίζεται από καγκουριά, μισανθρωπιά και αέναη σαπίλα, καθότι εκεί δεν υπάρχει καμία υποχρέωση να πεις ποιος είσαι, οπότε μπορείς απλά να προβάλλεις ό,τι τραβάει η ψυχούλα σου και κάνοντας τις σωστές διασυνδέσεις, να γίνεις και μάγκας. Βαθύ ακκάου το λένε εκεί. Όταν είσαι νέωπας, κάνεις κόσμο φόλλου, κάνεις καλές γνωριμίες, γράφεις και 5-10 καλές ατάκες, αποκτάς φόλλουερς (γιατί στο τουιτερ δε χρειάζεται να εγκρίνεις ποιος σε ακολουθεί) και μετά τους κάνεις ανφόλο όλους αυτούς και φαίνεσαι ότι είσαι δημοφιλής με κάποιες χιλιάδες φόλοερς ενώ εσύ ο υπεράνος, ακολουθείς μόνο διακόσια άτομα. Και υπάρχουν άνθρωποι που κοκορεύονται για το στάτους τους εκεί μέσα.

Και βλέπεις λοιπόν ανούσια και κρύα τουί, να φαβάρονται, να αρτάρονται και να χαίρουν δυσανάλογης δημοσιότητας σε σχέση με την ποιότητά τους και το νόημά τους. Γιατί; Γιατί τα έχουν γράψει «βαθιά ακκάου», οπότε οι υπόλοιποι ματαιόδοξοι προσπαθούν να τριφτούν σα γλίτσες πάνω στα «βαθιά ακκάου» αρτάροντας ως δουλοπρεπή κουταβάκια, ότι χαζομάρα τους σερβίρουν, μόνο και μόνο για να ανεβάσουν νούμερα.

Εκεί –δε- που δάκρυσα, ήταν όταν μου είπαν κάποια σοβαρά (κατά τα άλλα) ακκάου ότι παίζονται μέχρι και εκβιασμοί, του τύπου «αν δε με αρτάρεις θα μείνεις χωρίς φολοερς» και άλλα τέτοια. Μιλάμε για το αίσχατο της καγκουριάς. Εννοείται φυσικά ότι όλα αυτά τα «βαθιά ακκάου» νομίζουν ότι είναι σελέμπριτυς με στάτους αντίστοιχο του Ψινάκη, άσχετα αν είναι χειρότεροι από τον εθνικό μας σταρ, Ανδρέα Ευαγγελόπουλο.

Ας είναι. Πολύ ασχολήθηκα με τους ψωνισμένους τουιτεράδες που απλά αποτελούν μια ηχηρή μειοψηφία -ξαναδιαβάστε το αυτό-.

Φατσαμπουκάδες τώρα. Και εδώ γίνεται προσωπικό.

Αντίστοιχες σέχτες, σε άλλο βαθμό όμως, υπάρχουν και εδώ. Παρεούλες που κάνουν like μόνο μεταξύ τους. Κακό είναι αυτό; Όχι. Απλώς δείχνει πόσο κλειστόμυαλοι είναι μερικοί. Εκεί όμως που σοβαρεύει το πράγμα είναι στο χώρο των συγκροτημάτων.

Σχετικά πρόσφατα είχα συζήτηση με φίλο που ανακαλύπτει τώρα το μεταλ και ήταν βιαστικός να εκφέρει γνώμη για οτιδήποτε. Έτσι λοιπόν, μόλις άκουγε μια ερασιτεχνική δουλειά, την κατέκρινε γιατί δεν ήταν επαγγελματική. Πέρασα αρκετές ώρες εξηγώντας του ότι δεν είναι δυνατόν να έχουν όλοι την παραγωγή των Kreator ή τη φωνή των Six Feet Under. Υπάρχουν και οι ερασιτέχνες που θέλουν στήριξη. Και –ώ του θαύματος- καιρό μετά τον είδα να κάνει λάικ σε τέτοια ανάρτηση συγκροτήματος. Δεν κρατήθηκα και τον ρώτησα δημοσίως: «Μπα; Σου αρέσει;», «Στηρίζω» απάντησε.

Να κάποιος που κατάλαβε.

Αντιθέτως αυτοί που ασχολούνται με το χώρο, έχουν μια ελιτίστικη συμπεριφορά βούδα, που κάθεται πάνω στο λόφο του, περιτριγυρισμένος από κατσικοκούραδα και κάνει λάικ με το σταγονόμετρο, λες και ένα λάικ σημαίνει ότι θέλει να βγάλει το –γεμάτο ποντικοκούραδα- βρακί του και να το πετάξει σ’αυτόν που κάνει λάικ. Αλλά βέβαια. Όλοι για ένα ιμάΖΖΖΖ(παχύ ζ) παλεύουμε και δε γίνεται να κάνουμε λάικ όπου να ‘ναι, ακόμα και σε φίλους μας. Καλά να μη μιλήσω για σερ (όχι δε μιλάω για το λείψανο-τραγουδίστρια με τις εκατομμύρια πλαστικές επεμβάσεις, μιλάω για τις κοινοποιήσεις), γιατί εκεί πια οι ιντερνετικοί βούδες πρέπει να είναι είτε πιωμένοι, είτε μαστουρωμένοι για να πατήσουν το βλογιοκομμένο το κουμπάκι.

Κάπου εδώ μπορώ να μυρίσω την κακία μερικών που θα μουρμουράνε κάτι σε στυλ «Εσύ που μισείς τα σοσιαλ και δεν ασχολείσαι –και καλά- τι κλαίγεσαι; Επειδή δε σου κάνουμε λάικ στο συγκρότημά σου;». Ελάτε, μη ντρέπεστε, το ξέρω ότι όλοι αυτό νομίζετε. Αλλά λάθος κάνετε. Εδώ ούτε (όλα) τα μέλη του συγκροτήματος δεν κάνουν λάικ, στις αναρτήσεις του, πόσο μάλλον φίλοι ή άγνωστοι. Και για να τεθεί ξεκάθαρα το θέμα: Ποσώς με ενδιαφέρει ποιος κάνει λάικ στις αναρτήσεις του συγκροτήματός στο οποίο παίζω. Είμαι αρκετά μεγάλος για να φιλοδοξώ να κάνω καριέρα στο τουίτερ (μα το άγιο Μακαρόνι, το άκουσα και αυτό) ή να περιμένω –τώρα στα γεράματα- να γίνω «διάσημος ντραμμερ», συν ότι μου λείπει το ταλέντο για κάτι τέτοιο. Και η ματαιοδοξία που διακατέχει τους περισσότερους εδώ.

Πολύ απλά έχω σοβαρό πρόβλημα με την ελιτίστικη συμπεριφορά και φτύνω στη μούρη τους ελιτιστές γιατί με αυτόν τον τρόπο θάβουν άτομα που πραγματικά δεν θα έπρεπε να θάβονται. Έτσι απλά.

Και για να τελειώνουμε και να είμαστε ’ξηγημένοι:
Με την εξαίρεση δύο ατόμων που με έχουν βοηθήσει προσωπικά, μη δω σ’αυτό το κείμενο κανα λάικ από ιντερνετικό βούδα γιατί θα γίνουμε ρόμπα από κάτω, στα σχόλια. Οι ιντερνετικοί βούδες διαβάστε το, ξαναδιαβάστε το και κατεβείτε απ’τον κατσικοκουραδόλοφό σας. Δε θέλω τίποτε από εσάς. Ούτε τώρα, ούτε στο μέλλον.



Wednesday, October 7, 2015

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Κουλτουρομουσικόφιλοι και μεταλλοξερόλες


…γενικότερα πρέπει να το πουλάς. Ακόμα και αν δεν το έχεις. Πρέπει να το πουλάς, για να δείξεις ότι είσαι κάποιος, ότι ξέρεις κάτι, ότι τέλος πάντων, δικαιολογείς το οξυγόνο που –κατ’ουσίαν- σπαταλάς. Οι μουσικές γνώσεις γενικότερα είναι και εύκολο προϊόν. Βρίσκεις εκεί μια μπάντα που δεν την ξέρουν ούτε αυτοί που παίζουν σ’αυτήν (Albert, για παράδειγμα… Όνομα κι’αυτό για μπάντα… Έλεος, τι πίνανε τα παιδιά; ), αρχίζεις να παραφουσκώνεις τις ανύπαρκτες ικανότητες των μελών της, παραφουσκώνεις και τα τιποτένια τραγούδια της και το πουλάς.

Πουλάς μούρη. Πουλάς γνώση, πουλάς φούμαρα ανασφάλειας για να δείξεις ότι κάποιος είσαι και ότι κάτι ξέρεις. Μιλάμε για «το έλα να δεις» του κενού. Οι πρώτες μου επαφές με τέτοια άτομα ήταν –προφανώς- στη μεταλλική κοινότητα, όπου οι γνωστοί μεταλλοπατέρες που είχαν ψάξει και την τελευταία μπάντα γιδοβοσκών ψαράδων στο Άνω Καταράχι του Illinois, οι οποίοι έπαιζαν κάτι μεταξύ… Όχι, όχι, δεν το παίζω –πλέον- αυτό το παιχνίδι των χαρακτηρισμών. Βαριέμαι. Παίζανε κουλαμάρες. Κουλαμάρες με σάλτσα τράγου και εσάνς ανικανότητας. Γι’αυτό δε τους έμαθε ούτε η μάνα τους. Ποτέ όμως.

Οι μεταλλοπατέρες παρ’όλα αυτά πουλούσανε μούρη γιατί με βαρύγδουπες λέξεις, σε πείθανε ότι αυτοί οι τραγοβοσκοί πορνοσταρ, μια μέρα θα γίνονταν διάσημοι. Κρατούσανε δε και τη μύτη τους ψηλά και πετούσαν τη γνωστή ατάκα «που να ξέρεις εσύ από αυτά» για να σε κάνουν να νιώσεις και άσχημα που δεν είχες ασχοληθεί μέχρι τώρα με το «ktinovasia metal». Προφανώς βέβαια, η κατάληξη όλων αυτών των «συγκροτημάτων» ήταν η αναμενόμενη: Ή που θα τους εξηγούσε τον έρωτα ο τράγος στον οποίο έκαναν μεταλλική καντάδα, ή –στην χειρότερη- θα παίζανε το «χτύπα με να σε χτυπώ, να ερωτευτούμε στο βυθό» με έναν θαλάσσιο ελέφαντα. Με άλλα λόγια, άπαντες, άπατοι.

Με τα χρόνια, κατάφερα να ξεφορτωθώ όλη αυτήν την τραγίλα από τις πλάτες μου  και πάνω που χάρηκα ότι ξέφυγα από την πανούκλα της μουσικοξερολίασης, το σύμπαν μου έκανε ένα νεύμα με το μεσαίο του δάχτυλο και μετά με έχωσε στο λάκκο με τους κουλτουριαραίους. Ναι, εντάξει, είναι εκεί που κάποια στιγμή –όταν είσαι κοντά στο τέλος της ζωής σου- αφηγείσαι καταστάσεις με τον τίτλο «η ζωή παίζει περίεργα παιχνίδια»...

Κουλτουριαραίοι λοιπόν. Εκεί που νόμιζα ότι ο πάτος ήταν οι τραγομεταλλοξερόλες, ξαφνικά βρέθηκα μπλεγμένος με τριχωτούς ξυπόλητους χίπηδες των δύο ακόρντων και του λιγδωμένου cajon που βρωμάει ποδαρίλα.

Δε γίνεται ρε. Δεν είναι σωστό. Εκεί που λες ότι έχεις δει τον πάτο με τα μάτια σου και έχεις μάθει πλέον να διαχειρίζεσαι τους μεταλλοπατέρες, ξαφνικά σου σκάνε μύτη οι τζιβάτοι βρωμοπόδαροι με τη λιγδωμένη lac στο μαλλί και στο παίζουν υπερβατικά όντα που ενυπάρχουν στο μουσικό στερέωμα, παρέα με πουά δράκους, μονόκερους με εικοσάποντα και βραδύποδες με ζαρτιέρες.

Οι τύποι είναι το έσχατο του αίσχους. Δεν πάει παραπέρα. Όχι μόνο είναι κάτι τελευταίοι ψευτολελέδες, αλλά νομίζουν ότι το κλειδί του σολ, ανοίγει την πίσω πόρτα της Αλίκης που έκανε βόλτα στη χώρα των θαυμάτων. Όλο αυτό το μουσάτο συνονθύλευμα, απλά είναι ότι χειρότερο έχει να επιδείξει η εξελικτική θεωρία τους τελευταίους αιώνες. Το μόνο που ξέρουν είναι πώς να χειρίζονται το –απαραίτητο- αηφώνι τους και πώς να βγάζουν σέλφι.

Από μουσικές γνώσεις, είναι κλάσεις χειρότεροι από τους μεταλλοξερόλες καθώς το μόνο που μπορούν να αναγνωρίσουν, είναι οι ρε ματζόρε που βγάζουν όταν πέρδονται στοιχισμένοι. Συν βέβαια το γεγονός ότι οι μεταλλοπατέρες κάποτε έλιωναν για να βρουν κασέτες, βινύλια και να φτιάξουν μια μουσική συλλογή, ενώ τώρα τα φουντωτά κανις της κουλτούρας, παριστάνουν τους μουσικογνώστες με λίστες από youtube. Κατά τα άλλα, βρίσκουν –και αυτοί με τη σειρά τους- διάφορους άγνωστους ψαροβάτες (που το μόνο αναπαραγωγικό σύστημα που έχουν δει στη ζωή τους, είναι αυτό της μεσογειακής σαρδέλας) για να τους «πουλήσουν» σε κάτι πανηλίθια γκομενάκια μπας και τα ρίξουν. Και –δυστυχώς- τα ρίχνουν. Γιατί –ως γνωστόν- τα άνωθεν «γκομενάκια», ψαρώνουν αμέσως μόλις μυριστούν ψαγμενιά, άσχετα αν είναι ανυπόστατη και κενή περιεχομένου. Θέλουν απλώς να ζήσουν την αυταπάτη ότι –και καλά- έχουν δίπλα τους κάποιον ψαγμένο κουλτουριάρη…

Δεν πρόκειται να εξελιχθούμε ποτέ. Ποτέ όμως. Δαρβίνε, θα τα έβαζες τα κλάματα.




Monday, September 7, 2015

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Μουσικός. Ο καλύτερος φίλος του Drummer.


Κατά καιρούς ακούγονται διάφορα για τους Drummers. Ότι είναι άμουσοι, ανεγκέφαλοι, χαζοί, μονοκύτταροι οργανισμοί. Μέχρι και ανέκδοτα κυκλοφορούν για να επιβεβαιώσουν τους παραπάνω ισχυρισμούς, τα οποία φυσικά οι Drummers, ως ανώτερα όντα (βεβαίως-βεβαίως), τα αποδέχονται και τα χρησιμοποιούν.

Μισό λεπτάκι όμως γιατί έχει σημασία το από πού προέρχονται όλα αυτά τα ανέκδοτα…

Οι πρώτοι που τα «σιγοντάρουν» είναι οι κιθαρίστες. Φυσικά όλοι τους την έχουν δει μουζικάντηδες Α’ κατηγορίας που κάθε πενιά τους αξίζει όσο όλα τα τραγούδια του Bonamassa, αθροισμένα παρέα και με τα νιαουρίσματα της γάτας του (έχει άραγε; Σίγουρα θα έχει…). Κιθαρίστες. Αυτοί οι αυτάρεσκοι ναρκισσιστές, που αν μπορούσαν θα είχαν τη φάτσα τους τυπωμένη πάνω στην κιθάρα τους, αλλά φοβούνται ότι θα τους έρθουν εξαπτέρυγα ντίλντο έτσι και τολμήσουν να βγουν στη σκηνή με κάτι τέτοιο. Στανταράκι όμως έχουν μια κιθαρούλα με τη μάπα τους, καλά κρυμμένη στη ντουλάπα τους και κάθε πρωί και βράδυ της φιλάνε ένα-ένα τα τάστα και μετά φιλάνε εκεί που είναι τυπωμένα τα ίδια τους τα χείλη πάνω στο σώμα της κιθάρας. Έτσι, γιατί το αξίζουν.

Γιατί ο κιθαρίστας σε ένα συγκρότημα είναι η αρχή και το τέλος. Είναι τα πάντα. Είναι αυτό που ο ίδιος ο Γιαχβέ δεν κατάφερε ποτέ να γίνει. Αν μπορούσε, θα έβγαινε σε μια σκηνή και θα είχε κανονίσει να υπάρχουν προβολείς αρκετών γιγαβατ που να φωτίζουν όμως μόνο το σημείο που είναι αυτός, άσχετα αν γνωρίζει ότι με τέτοιο φωτισμό, θα έπαιρνε φωτιά, παρέα με την κιθάρα του. Δεν τον νοιάζει όμως, γιατί ξέρει ότι θα ήταν τόσο ναρκισσιστικά φαντασμαγορικό το θέαμα, που θα άξιζε να καεί έτσι. Η υπόλοιπη σκηνή θα ήταν κατασκότεινη, γιατί απλώς όλοι οι υπόλοιποι δεν έχουν σημασία. Υπάρχουν απλώς γιατί ο κιθαρίστας τους το επιτρέπει. Τους αφήνει. Τους δίνει την άδεια να μοιράζονται τον ίδιο χώρο με το ανυπέρβλητο ταλέντο του. Τους κάνει τη χάρη να αναπνέουν τον ίδιο αέρα, με την ελπίδα ότι θα «μολυνθούν» με λίγο ταλέντο. Γεγονός όμως είναι ότι οι μουσικές γνώσεις των περισσοτέρων, περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα, ώστε να πιάσουν το όργανο και από εκεί και πέρα, πιστεύουν ότι δεν τις χρειάζονται γιατί απλά είναι ανώτεροι και από την ίδια τη γνώση της μουσικής θεωρίας.

Ο μόνος αντάξιος «συναγωνιστής» ενός κιθαρίστα πάνω στη σκηνή, είναι ο τραγουδιστής. Ο τραγουδιστής –με τη σειρά του- πιστεύει ότι έχει μια βαθύτατα καλλιτεχνικοερωτική φλέβα, η οποία είναι κλάσεις ανώτερη από τους υπόλοιπους και ειδικά από του Drummer. Γιατί τι ξέρει αυτός; Μόνο τύμπανα μπορεί να κοπανάει. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι όλοι οι τραγουδιστές βάζουν μπαλάκια του ping pong και αγγουράκια τουρσί στον καβάλο τους, όταν βγαίνουν να τραγουδήσουν (σημείωση: Θα το έκαναν και οι κιθαρίστες, αλλά ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν το κάνουν είναι γιατί έχουν την κιθάρα μπροστά τους και δυσκολεύονται).

Εδώ που τα λέμε, δύσκολο να είσαι τραγουδιάρης. Δεν έχεις αντικείμενο επί σκηνής και αν είσαι και λίγο τεμπέλης, δε χρειάζεται ούτε το μικρόφωνο να κρατάς, οπότε το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κουνιέσαι σαν ξεβιδωμένη χαβανέζα, ανεξάρτητα του τι τραγουδάς. Οπότε λοιπόν το μοναδικό πράγμα που τους σώζει όλους αυτούς (και αυτές) είναι οι γελοίες στυλιστικές επιλογές με γνώμονα το “there is no bad publicity” και ένα στυλάκι «είστε οι κομπάρσοι μου». Για την ακρίβεια, όνειρο του κάθε τραγουδιάρη είναι να βγαίνει επί σκηνής –ως άλλος Μαζεστίξ- πάνω σε μια ασπίδα της οποίας βαστάζοι θα είναι τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος, για όλη τη διάρκεια του live. Ο μόνος λόγος που δε μπορεί να το κάνει αυτό, είναι γιατί όλοι οι υπόλοιποι έχουν απασχολημένα τα χέρια τους με τα όργανά τους (έλα σκατόμυαλοι, μαζευτείτε ε; ). Οι δε μουσικές του γνώσεις, περιορίζονται στην ανάγνωση των ανάγλυφων γραμμάτων του τηλεφώνου του ντους, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς έμαθαν να τραγουδάνε είτε προσπαθώντας να πλυθούν, είτε προσπαθώντας να ενεργηθούν. Τρανό παράδειγμα, γνωστός καλιφορνέζος κοκκινομάλλης που έκανε καριέρα με αυτή τη φωνή… Και παίζει και κιθάρα…. Και έχει ένα εγώ μεγαλύτερο από την κοιλιά του Βενιζέλου.

Καλά, για τους πληκτράδες, ούτε λόγος. Ο μόνος λόγος για τον οποίο ξέρουν να διαβάζουν παρτιτούρες, είναι γιατί νομίζουν ότι είναι οι χαμένοι απόγονοι του Chopin, αλλά οι μουσικές τους γνώσεις περιορίζονται στη μουσική των τίτλων τέλους της –θρυλικής πλέον- ταινίας «Ο Ταμτάκος στο Ναυτικό».

Οι μόνοι που μπορούν να καταλάβουν –έστω και λίγο- τι σημαίνει να είσαι Drummer, είναι οι μπασίστες, γιατί είναι και αυτοί αναπόσπαστο κομμάτι του ρυθμικού μέρους σε ένα συγκρότημα, γεφυρώνοντας παράλληλα την ξεραΐλα της κιθάρας με την στέγνια των τυμπάνων (μεγάλη ατάκα του Bulldozer των Albert). Οι περισσότεροι βέβαια υποφέρουν από το σύνδρομο «γιατί να μην είμαι κιθαρίστας» αλλά και πάλι είναι πολύ πιο προσγειωμένα παιδιά.

Λοιπόν, για να λέμε τα πράγματα όπως είναι:
Πρόβα χωρίς κιθάρα (με μπάσο-φωνή) γίνεται. Πρόβα χωρίς μπάσο (κιθάρα-φωνή) γίνεται. Πρόβα χωρίς φωνή (κιθάρα-μπάσο) γίνεται. Πρόβα χωρίς Drummer, ΔΕΝ γίνεται. Πάρτε το χαμπάρι. Και ας διαφώνησε μαζί μου ο ένας κιθαρίστας των Blind Guardian, η αλήθεια είναι ότι αν δεν έχει κάτι να του κρατάει ρυθμό (έστω ένα clicktrack), ούτε και αυτός μπορεί να σταθεί παίζοντας. Γιατί –πολύ απλά- χωρίς τον Drummer, όλοι οι υπόλοιποι χάνονται στον ωκεανό του χρόνου και ο καθένας παίζει το μακρύ του και το κοντό του και άλλος για Χίο τράβηξε και άλλος για Μυτιλήνη. Και άλλος στου στούντιο τα στενά, αίμα και δάκρυα χύνει. Και πάλι όσο αίμα δάκρυα και ιδρώτα να χύσουν, πάλι μουσική δε θα μπορέσουν να παίξουν.

Πάρτε το χαμπάρι, δεν πάτε πουθενά χωρίς Drummer.

Α και επειδή είχα πρόσφατα τη συζήτηση με φίλο που είναι Drummer. Προς γνώση και συμμόρφωση:
Όταν βγαίνετε να παίξετε κάπου, ο Drummer σας χρειάζεται τη βοήθειά σας για να στήσει πιο γρήγορα. Είναι ο μόνος ο οποίος έχει ζήτημα εξατομίκευσης του οργάνου του και δεν είναι καθόλου -μα καθόλου- αστείο αυτό. Σταματήστε τις σνομπαρίες του στυλ «Σιγά μωρέ, τι να το κάνει το στήσιμο, ας κάτσει και ας παίξει» γιατί αν σας πειράξουμε την απόσταση τον χορδών (μεταξύ τους ή από τα τάστα) θα πάθετε τέτοια κολούμπρα που θα κλαίτε σε εμβρυακή στάση δίπλα σε κατουρημένο σκουπιδοτενεκέ σε κάποιο υγρό και «τυφλό» δρομάκι του Μπρούκλιν, ενώ παράλληλα θα σας κατουράει διερχόμενος μεθυσμένος και θα σας φιλοδωρεί με τις αφοδεύσεις του, το αδέσποτο της γειτονιάς. Σοβαρευτείτε και βοηθήστε το Drummer σας για δύο λόγους:

Ο πρώτος και κυριότερος είναι ότι αν ο Drummer σας είναι σωστά βολεμένος πίσω από το σετ του, θα βοηθήσει και εσάς να φανείτε καλύτεροι, δίνοντας ένα πιο άρτιο αποτέλεσμα στη μουσική «εικόνα» του συγκροτήματος.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι μπαγκέτες του πονάνε. Οπότε μην επαφίεστε –επ’άπειρον- στην καλή του ψυχή και στην υπομονή του γιατί κοντοζυγώνει η μέρα που θα τις χρησιμοποιήσει με λαγνεία και προκατάληψη εναντίον σας και δε θα σας αρέσει.

Λοιπόν, ψωνάκια;
Μαζευτείτε και χαμηλώστε τη μύτη σας γιατί έχουμε πάρει χαμπάρι τι είστε. Στο κάτω-κάτω της γραφής, όσο διαβασμένοι και να είστε, πάντα θα πλέετε μισοπνιγμένοι στη θάλασσα του χρόνου, αν δεν έχετε κάποιον να σας σώσει και απλά θα θριαμβεύετε μόνο σε όσους δεν μπορούν να καταλάβουν το μέγεθος του τσαρλατανισμού σας.

Ουστ από ‘δώ καβαλοκαλτσοχώστες.




Tuesday, July 14, 2015

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Οι γονείς που αφήνουν τα παιδιά τους στο έλεος της παιδικής παχυσαρκίας


Λοιπόν, η σαιζόν ανοίγει με νεύρα. Πολλά νεύρα. Αφενός γιατί πήγα μόνο τέσσερις μέρες διακοπές. Αφετέρου γιατί αντί να χαβαλεδιάσω αυτές τις τέσσερις μέρες που έκατσα στη θάλασσα… στοπ.

Λοιπόν, σας φθονώ όλους εσάς που ήσασταν διακοπές και το μόνο που κάνατε ήταν να βγάζετε σέλφι από τις παραλίες, επιδεικνύοντας περιπαικτικά την παρουσία σας σε μια παραλία, την οποία ουσιαστικά δεν τιμούσατε γιατί καθόσασταν όλη μέρα και ξεροψηνόσασταν αντί να είστε μέσα στο νερό όλη την ώρα.

Μετά και το σύντομο διάλειμμα για διαφημίσεις, ας συνεχίσουμε εκείνη τη σκέψη που έλεγε ότι από τις τέσσερις μέρες που έκατσα στη θάλασσα, αντί να χαβαλεδιάσω με όλες αυτές που φορούσαν κάτι κορδονάκια για μαγιό σε μια περιφέρεια σαν αυτή της Πελοποννήσου και τους αντίστοιχους τρεντομπυρόκοιλους με τα φούξια μοδάτα μαγιό –νταξ, είστε του ελέους, το ξέρετε έτσι;- εγώ καθόμουνα και τσαντιζόμουνα με το νέο φαινόμενο που μαστίζει πλέον την ελληνική κοινωνία: Τα παχύσαρκα παιδιά.

Δε μιλάω για τα «μπουλουκάκια» που είναι αφρατούλια και νταξ, θα το πάρουν σε μπόι. Α, μια που το ‘πα, άλλος ένας μύθος: Όχι, δε μπουκώνουμε το παιδί γιατί θα το πάρει σε μπόι. Αυτή η αφέλεια κατατρίφθηκε μαζί με το «οι εγκυμονούσες τρώνε για δύο». Αυτά πάνε, τέλειωσαν. Αλλάξαμε αιώνα, αλλάξανε και οι προσεγγίσεις στο θέμα. Αλλά και πάλι, μπορώ να δεχτώ ένα δεκάχρονο να έχει πέντε-έξι κιλά παραπάνω από το κανονικό του. Και αν δεν ξέρετε το κανονικό βάρος του παιδιού σας, ρωτήστε τον παιδίατρό του. Δεν είναι δύσκολο.

Αυτό όμως που δε μπορώ να δεχτώ με την καμία, είναι το θέαμα που αντίκρισα φέτος στις παραλίες. Μωρά παιδιά με κοιλιές που κάνουν τον Πάγκαλο με τις ντοματοσαλάτες του –απ’αυτές πάχυνε, το ξέρετε έτσι;- να μοιάζει με την φουκαριάρα τη Νανά Καραγιάννη που τουλάχιστον αυτή παλεύει με το πρόβλημά της.

Μιλάμε για το απόλυτο αίσχος που δεν έκανε διακρίσεις στο φύλο. Αγοράκια και κοριτσάκια, να έχουν τρισάθλιες ραγάδες πάνω στα παιδικά τους σώματα από το υπερβολικό λίπος και κάθε φορά που έτρεχαν για να παίξουν πάλλονταν σαν μισογεμισμένες νεροσακούλες. Το θέαμα ήταν –ειλικρινά- αποκρουστικό μέχρι τελικής, ενώ εντυπωσιακό ήταν ότι κάποιοι από τους γονείς πρόσεχαν αρκετά –έως πολύ- την εμφάνισή τους, αντίθετα με το παρουσιαστικό των παιδιών τους.

Ήταν τόση η έκπληξή μου και ο αποτροπιασμός μου, που έσπευσα να συζητήσω το θέμα με φίλους γονείς. Η κοινή απάντηση που πήρα από όλους; «Τα ταΐζουν για να το βουλώνουν». Είναι τέτοιος ο αποτροπιασμός για την παραπάνω απάντηση, που απλά αρνούμαι –κατηγορηματικά- το σχολιασμό της παραπάνω απάντησης-πραγματικότητας γιατί μόνο με χυδαιότητες μπορεί να σχολιαστεί κάτι τέτοιο και … απλά δεν έχει νόημα.

Εκείνο όμως που πραγματικά μου κάνει εντύπωση είναι που ακούω ότι σήμερα τα παιδιά είναι εξαιρετικά πολυάσχολα… Τόσο πολυάσχολα που δεν προλαβαίνουν να είναι παιδιά. Αθλήματα, φροντιστήριο ξένης γλώσσας, φροντιστήριο για σχολείο (σε λίγο και από δημοτικό έτσι που πάμε…), χορός, ζωγραφική, πλέξιμο, γάνωμα, ηλεκτροσυγκόλληση και πέτσωμα καρίνας. Και παρ’όλα αυτά, το παιδί καταφέρνει να είναι παχύσαρκο.

Δεν ξέρω τι σκέφτεστε, εμένα ένα πράγμα μου έρχεται στο μυαλό: Γονείς άσχετοι με κουζίνα που απλά έχουν το παιδί με μια σοκολάτα στο ένα χέρι και μια σακούλα –γίγας παρακαλώ- τυρογαριδάκια στο άλλο. Όλη μέρα. Αδιάκοπα. Δηλαδή γιατί;

Ειλικρινά τώρα, γιατί;
Γιατί να δώσεις σε ένα παιδί απλόχερα τα καρδιακά νοσήματα, το διαβήτη (και σε «παιδική έκδοση πλέον), ορθοπεδικά προβλήματα αρθρώσεων και όχι μόνο;

Δεν υπάρχει απάντηση, οπότε δεν έχει και νόημα η συνέχεια του κειμένου. Συνεχίστε το διάβασμα σε κάποια από τα παρακάτω links και ψάχτε το περισσότερο εσείς που σας αφορά.

Αγγλικά:

Kαι στα ελληνικά:





Monday, April 27, 2015

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Disney metal με κυτταρίτιδα και ο σεξισμός μου.

Ναι εντάξει, η ιδέα του ανέραστου σαβουροπήδη μεταλά, έχει καταβολές από τότενες που ο Μητσοτάκης ήταν ακόμη νέος. Το θέμα είναι όμως ότι από ένα σημείο και μετά που το μεταλ γενικότερα απέκτησε ένα λίγο πιο δημοφιλή (pop) χαρακτήρα, αρχίσανε οι μαρκετίστικες μπούρδες, σε φάση «Πως θα πιάσουμε ακόμα περισσότερους ανέραστους και θα φέρουμε και γυναίκες στο χώρο; Μα φυσικά θα βάλουμε ,μια γυναίκα να δείχνει λίγο μπουτάκι ή λίγο μπούστο και … το ‘χουμε!». Και φυσικά, επειδή ο αντρικό γένος είναι πολύ προβλέψιμο (και πιο απλοϊκό) στη συμπεριφορά του, το κόλπο έπιασε και μάλιστα άμεσα. Από το πουθενά λοιπόν, αρχίσανε να εμφανίζονται διάφορες δεσποινίδες σε διάφορες θέσεις: πρώτα πλήκτρα, μετά δεύτερες φωνές, μετά πρώτες φωνές, μετά μπάσο και μετά κιθάρες. Σπανιότερα σε όργανα όπως βιολί (εξαιρούνται οι Skyclad που –απλά- δεν το έκαναν γι’αυτό) και ακόμα σπανιότερα πίσω από drums.

Φυσικά η παρουσία τους στη σκηνή ήταν είτε αισθησιακή με κολλητά/τσιτωμένα συνολάκια που αναδείκνυαν καμπύλες αφήνοντας παράλληλα ακάλυπτα στρατηγικά μέρη όπως μπούστο και μπούτι είτε τελείως εκκεντρική … επειδή μπορούσαν ή επειδή δεν είχαν το αντίστοιχο σώμα για να κάνουν κάτι τέτοιο. Συγκροτήματα-ντροπές για τη μουσική όπως οι Nightwish, Epica και λοιποί ανέμπνευστοι διπλωματούχοι μουσικοί, άρχισαν να πολλαπλασιάζονται σαν τα μανιτάρια, καταφέρνοντας με τον τρισάθλιο καλογυαλισμένο ήχο τους να βάλουν μπουν σε αφτιά που ποτέ δεν θα ασχολούνταν με το συγκεκριμένο είδος μουσικής.
Άσχετο: Φωτεινή εξαίρεση στις παραπάνω ντροπές αποτελούν οι Arch Enemy. Συνεχίζω.
Εδώ κάποιος μπορεί άνετα να με πει οπισθοδρομικό, συντηρητικό και άλλα τέτοια χαζά τα οποία ενίοτε και δέχομαι (καθότι ανοιχτόμυαλος σκατόψυχος) αλλά η αλήθεια παραμένει πως η «αλλαγή» αυτή έγινε για εμπορικούς σκοπούς πάνω σε μια αντιεμπορική μουσική. Το μεταλ είναι βρώμικο, ιδρωμένο και τρυπάει αφτιά. Αυτά τα εμπορικά υβρίδια, ΔΕΝ είναι μεταλ.

Εννοείται βέβαια ότι ο παραπάνω κανόνας για την θηλυκή παρουσία επί σκηνής, είχε και τις τοπικές του εξαιρέσεις, καθώς σε σχήματα που δεν έκαναν «διεθνή καριέρα» (όπως π.χ η Άννούλα μας η Βίσση μας –γειά σου ρε Mikeius), οι θηλυκές παρουσίες δεν ήταν ούτε καλλίγραμμες, ούτε εκκεντρικές.

Οπότε λοιπόν ερχόμαστε σε ανεκδιήγητες φάσεις, όπως live στα οποία η θηλυκή παρουσία επιλέγει να βγάλει τα μπούτια της φόρα παρτίδα, ανεξάρτητα αν το θέαμα είναι στα όρια του αποκρουστικού διότι τα μπούτια της είχαν τρία κιλά κυτταρίτιδα το καθένα και ήταν και τίγκα στις ραγάδες.

Και φυσικά, κάπου εδώ οι απανταχού γυναίκες αρχίζουν το γνωστό μοιρολόι: «Έλα τώρα, είσαι υπερβολικός, δεν ήταν τόσο άσχημα», ή «Μπράβο στην κοπέλα που είναι ακομπλεξάριστη με το σώμα της», ή «Δεν είναι δικό της σφάλμα που έχει κυτταρίτιδα» και άλλες τέτοιες αρλούμπες με τις οποίες το θηλυκό γένος ξαφνικά ως εκ θαύματος συσπειρώνεται για να υπερασπιστεί αυτές που είναι στα κυβικά του, ενώ αν δει καμιά κορμάρα 1,80 αρχίζει τη μιζερομουρμούρα. Γνωστό και μη εξαιρεταίο.

Λοιπόν, για να κόψετε τις μπούρδες: Ακόμα και μια γυμνάστρια με σωματάρα, μπορεί να έχει κυτταρίτιδα. Γνωστό αυτό. Εκτός όμως αν σε λένε Γιάννα Νταρίλη (ποιος τη θυμάται;;; ) δε μπορεί να βγαίνεις επί σκηνής με τα μπουτάκια κοτόπουλου και να περιμένεις να μη σχολιαστείς. Δόξα το Dave Lombardo, υπάρχουν άπειρα γυναικεία τεμάχια, τα οποία μπορείς να φορέσεις και να καμουφλάρεις το συγκεκριμένο μέρος, καθαρά για λόγους αισθητικής. Και αν δεν έχεις, να σου δανείσω!

(Σημείωση: Όποια αρχίσει τη μπουρδολογία για ανορεξικά ινδάλματα των σημερινών μίντια, της εύχομαι να της κάνει παθιασμένο έρωτα ο Πάγκαλος και μετά να παρακολουθήσει σεμινάρια αρχαίας ελληνικής ζευγαρωματικής με τον Άδωνι.)

Συνεχίζω. Για λόγους αισθητικής –που λέγαμε, τα συγκεκριμένα μέρη είναι δυνατόν να καλυφθούν. Απλό ένα απλό διχτυωτό καλσόν, έως κολάν, έως οτιδήποτε άλλο εφαρμοστό παντελόνι. Δεν είναι δύσκολο. Απλά θέλει λίγο μυαλό παραπάνω.


Α και επειδή ήδη μου μυρίζουν τα σχόλια λες και με πλησιάζει ο Παπακαλιάτης για να μου κάνει ανήθικη πρόταση, αν έβγαινα εγώ σαν τους δύο παρακάτω κυρίους, τι θα λέγατε τότε; «Είναι ακομπλεξάριστος με το σώμα του» μήπως;;;

Monday, April 20, 2015

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Η Χριcτιανική  παcαρέλα των αγίων ημερών του Πάσχα (ευλόγηcoν)


Καιρό είχα να αφήσω τη σκατοψυχιά μου να ρέει σε μορφή κειμένου, όχι γιατί λείπουν οι αφορμές, αλλά γιατί ο χρόνος αρέσκεται σε βρώμικα… βασικά όχι, πολύ βρώμικα παιχνίδια. Τι να κάνουμε όμως που μερικά πράγματα απλά σε φέρνουν σε τέτοιο σημείο που δε μπορείς να κρατηθείς.

Ένα από αυτά είναι και το διαρκές χάλι που επικρατεί στους χώρους πέριξ και εντός των εκκλησιών στις «άγιες» μέρες του Πάσχα…

Πριν συνεχίσω, να ξεκαθαρίσω κάτι: Το θέμα της πίστης είναι κάτι αυστηρά προσωπικό και σεβαστό από τον καθένα, όσο δεν πιέζει με οποιονδήποτε τρόπο τον πλησίον του. Επειδή ακριβώς είναι κάτι που δεν αποδεικνύεται, είναι μια επιλογή που κάνουμε η οποία αφορά εμάς μόνο και κανέναν άλλον. Για όλα τα παραπάνω λοιπόν, η πίστη είναι κάτι απολύτως σεβαστό -όπως κάθε άλλη προσωπική επιλογή- σε μια Δημοκρατία. Όποιος θέλει να πιστεύει, μπορεί να πιστεύει όπου θέλει. Ακόμα και στην Αγία Μακαρονοτρώγουσα. Αρκεί να μην πρήζει την κάθε κοντινή του εκτοπλασματική οντότητα με το γιατί θα έπρεπε να πιστεύει και κάποιος άλλος στο Άγιον Μακαρόνι.

Όχι τίποτε άλλο, αλλά όποιος θέλει να με πείσει για θέμα πίστης, καλό είναι να μου φέρει μια χειροπιαστή απόδειξη με κάτι που αφορά εμένα και όχι αυτό που βολεύει τον κάθε πιστό. Μέχρι λοιπόν να μου αποδείξει κάποιος ότι –πιστεύοντας κάπου- μπορώ να φάω όσα Μακαρόνια θέλω και να μην παίρνω βάρος, εσείς που θέλετε να με πείσετε για την πίστη σας, φάτε Μακαρόνια να συνέλθετε.

Τώρα λοιπόν που το ξεκαθαρίσαμε αυτό, υπάρχει άπλετος χώρος για να συνεχίσουμε ελεύθερα το ζήτημα της πιο ξεδιάντροπης πασαρέλας που ντύνεται με το χρυσόδετο μανδύα της Πίστεως.

Τι δεικτικότερο λοιπόν από το χάλι που επικρατεί τις μέρες του Πάσχα και ειδικότερα στην περιφορά του επιταφίου. Μισό λεπτό λίγο να βγάλω το 18ποντο από χθες στη Συγγρού, για να θυμίσω λίγο τι είναι ο επιτάφιος.

Ο επιτάφιος λοιπόν, είναι στην ουσία ένα έθιμο το οποίο έχει να κάνει με την περιφορά του πτώματος του Χριστού για να το πενθήσουν οι απανταχού πιστοί. Δηλαδή μιλάμε για μια κηδεία ενός «ανθρώπου» ο οποίος –σύμφωνα με την πίστη- έδωσε τη ζωή του για όλη την ανθρωπότητα (πιστών και μη). Μιλάμε δηλαδή για το «υπέρτατο» ον επί γης, του οποίου παρακολουθούμε την περιφορά του πτώματός του. Ναι, ο πλεονασμός και η επανάληψη έχουν λόγο ύπαρξης. Να θυμίσουν ότι μιλάμε για κηδεία.

Τι γίνεται λοιπόν όταν πάμε σε μια κηδεία κοντινού μας προσώπου; Είμαστε λυπημένοι. Πενθούμε. Κοιτάμε χαμηλά, αναλογιζόμαστε τι είναι ο άνθρωπος, πόσα Μακαρόνια μπορεί να φάει και πόσο γρήγορα μπορεί να πάει στο νοσοκομείο αν τα συνδυάσει με παντζάρια. … Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.

Εδώ λοιπόν που έχουμε την κηδεία του «υπέρτατου» όντος που θυσιάστηκε για όλους εμάς τι ακριβώς γίνεται; Μα φυσικά την μετατρέπουμε σε ένα χαρμόσυνο κοινωνικό γεγονός συνεύρεσης, το οποίο φυσικά έχει και το αρμόζον στυλ. Διότι όταν πας σε μια τέτοια κηδεία (αν το ξεχάσατε, μιλάμε για το «υπέρτατο» ον), το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι, είναι τι θα φορέσεις γιατί θα σε δούνε όλες οι κακιασμένες οι κλώσες και πρέπει να είσαι φάμπιουλους red για να τις κάνεις να σκάσουν απ’το κακό τους και να κακαρίζουν μετά για το πόσο έκλεψες την παράσταση. Στην κηδεία. Του «υπέρτατου» όντος. Αχά. Αντιστοίχως τα αγοράκια, τρια κιλά ζελέ, τρία τέταρτα τριμάρισμα το τρεντομουσάκι και φοράμε και το αλήτικο το σταράκι (θα σας βάλω να δοκιμάζετε νάρκες όλους εσάς που θεωρείτε «αλήτικο» ένα άθλιο πατούμενο) και πάμε να καμακώσουμε τις άνωθεν κλαρινογκόμενες. Στην κηδεία. Του «υπέρτατου» όντος.

Το πιο αστείο είναι ότι το παραπάνω παράδειγμα δεν έχει ηλικία, παρ’όλο που είναι λίγο δεικτικό στις μικρότερες. Ακόμα και η εξηντάρα η κουτσομπόλα, θα προσπαθήσει να το παίξει φάμπιουλους Αννούλα Βίσση, ενώ ο αντίστοιχος ξεπεσμένος κλάριν με το λουστρίνι και το τσουλούφι, θα ρουφάει κάνα μισάωρο την κοιλιά του πριν σφίξει τη ζώνη στο παντελόνι που κλαίει γοερά παρακαλώντας να τελειώσει το μαρτύριό του και αφού δέσει τη ζώνη, θα περάσει άλλο ένα εικοσάλεπτο στον καθρέφτη χτενίζοντας το μαλλί του με μια σαλιωμένη γλώσσα αγελάδας.

Όλα αυτά, για να φτάσουμε επιτέλους έξω από το προαύλιο της εκκλησίας, λίγο πριν αρχίσει η περιφορά του επιτάφιου, ο οποίος υποτίθεται ότι περιέχει το λείψανο του «υπέρτατου» όντος. Θυμίζω ε;

Ξεκινάει λοιπόν η περιφορά του επιταφίου. Και τι γίνεται; Σιωπούμε όλοι με χαμηλωμένο το κεφάλι σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης προς αυτόν που αποφάσισε να φάει το λούκι της σταύρωσης, έτσι για να είμαστε εμείς καλά; Μπααααα. Είναι ακριβώς η ώρα που αρχίζουμε να συζητάμε για το ποια πήδηξε ποιόν, για το πόσα πρόβατα έχει «μαγαρίσει» αυτός εκεί ο τραγανός με την κοιλίτσα που του αρέσουν οι τριχωτές και άλλα τέτοια σημαντικά πράγματα που λέμε σε μια κηδεία. Του υπέρτατου όντος.

Σε περίπτωση που δεν το αντιληφθήκατε μέχρι τώρα, ο λόγος που επαναλαμβάνεται η ουσία του επιταφίου, είναι γιατί πρέπει κάθε φορά να έρχεται σε αντιδιαστολή με το τι πραγματικά συμβαίνει, έτσι για να αντιλαμβανόμαστε λίγο καλύτερα πως έχει μεταλλαχθεί η ουσία της πίστης στους περισσότερους «πιστούς».

Εκεί βέβαια που κλαίνε ακόμα και τα εικονίσματα (Θαύμα! Θαύμα!) … (βασικά θαύμα γεύση με φυτίνη αλλά ας μη το κάνουμε θέμα γιατί η φυτίνη είναι μίασμα ως μαγειρικό προϊόν και όποιος τη χρησιμοποιεί πάει κόλαση!)… …. Τι έλεγα; Α!

Εκεί λοιπόν που κλαίνε ακόμα και τα εικονίσματα, αναγκάζοντας του πιστούς να έρθουν σε έκσταση, αντιλαμβανόμενοι το θαύμα που συντελείται, είναι όταν για κάποιο πολύ παράξενο λόγο, οι διάφοροι –παντελώς σάπιοι- παρευρισκόμενοι εντός εκκλησίας, χαμηλώνουν το κεφάλι και το παίζουν οσίες παρθένες (από τον αφαλό). Γιατί προφανώς, όταν είσαι εκτός εκκλησίας, μπορείς να επιβάλλεσαι δια της βίας, να κλέβεις, να μέμφεσαι, να κοροϊδεύεις αλλά όταν μπαίνεις στην εκκλησία, επειδή σε βλέπει ο πανάγαθος, το παίζεις θεφοβούμενη παρθενοχαμηλοβλεπούσα. Προφανώς γιατί –σύμφωνα πάντα με την πίστη- δε θυμάσαι ότι ο πανάγαθος σε βλέπει και εκτός εκκλησίας, οπότε όταν θα έρθει η ώρα σου, σου έχει στρωμένο το κρεβατάκι με τα τσιμεντένια ντίλντο…

Αλλά τι να περιμένει κανείς από την εκκλησία, όταν η ίδια τάσσεται ανοιχτά κατά της ομοφυλοφιλίας και του προγαμιαίου έρωτα ενώ αν σου μιλήσουν ειλικρινά όλοι αυτοί οι χρυσοΰφαντοι ρασοφόροι, μπορούν να ξεκατινιαστούν χειρότερα από εικοσάχρονη αναγνώστρια του cosmo που απορεί αν υπάρχει στάση πέρα από το «ιεραποστολικό», που να την εγκρίνει ο πανάγαθος.

Εμ Πανάγαθε, εσύ φταις που κρατάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα…