Thursday, April 10, 2014

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Πισίνες δίπλα στη θάλασσα

Το έχω γράψει επανειλημμένως για το πόσο με απογοητεύει το ανθρώπινο γένος σε κάποιες περιπτώσεις και πόσο θέλω να ουρλιάξω κατευθείαν μέσα στα αφτιά μερικών δίποδων όντων –ανθρώπους δεν τους λες- μέχρι να νερουλιάσει το μυαλό τους και να ξεμπερδεύουμε.

Βρίσκεσαι σε ένα παραθαλάσσιο μέρος. Πάνω από τα μισά σημεία του ορίζοντα που είναι διαθέσιμα στο οπτικό σου πεδίο, διαθέτουν θάλασσα. Κοινώς, είσαι σε παραθαλάσσιο μέρος. Και σε περίπτωση που κάποιος –ακόμα- δεν το έχει αντιληφθεί, μιλάμε για ένα παραθαλάσσιο μέρος. Επειδή λοιπόν το παραθαλάσσιο μέρος για το οποίο μιλάμε, τυχαίνει να είναι και τουριστικό θέρετρο, υπάρχουν διάφορες ξενοδοχειακές μονάδες, διάσπαρτες στην περιοχή. Ας μην εξετάσουμε πόσο κοντά στο κύμα έχει δικαίωμα κάποιος να χτίσει μια ξενοδοχειακή μονάδα, δεν είναι του παρόντος… Ας πούμε.

Βρισκόμαστε λοιπόν σε ένα παραθαλάσσιο μέρος με ξενοδοχειακές μονάδες δίπλα στο κύμα (η πολλή επανάληψη Φωσκολικών σίριαλ μου έχει κάνει κακό στην ψυχή). Όπως είναι φυσικό, ο κόσμος βρίσκεται δίπλα στο κύμα, απολαμβάνοντας το θείο δώρο που λέγεται θάλασσα. Και ξαφνικά, εκεί που χαζεύεις το τελευταίο ζευγάρι κακοσχηματισμένων, υπέρβαρων και υπερεκτεθιμένων γλουτών τους οποίους αναιδώς εκθέτουν διάφορες τυφλές ανεγκέφαλες παχύδερμες, ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι στο άλλο μισό του ορατού ορίζονται που δεν μπορείς να διακρίνεις θάλασσα, συνειδητοποιείς πως υπάρχουν κάτι γυμνοσάλιαγκες οι οποίοι έρπουν δίπλα σε μια πισίνα…

Επειδή βέβαια είσαι και λίγο κουτσομπόλης, παρατηρείς ότι οι συγκεκριμένοι γυμνοσάλιαγκες που έρπουν δίπλα στις πισίνες (οι οποίες βρίσκονται κυριολεκτικά δίπλα στη θάλασσα), στη διάρκεια της ημέρας απαξιούν να αφήσουν το γλυκό κατουρόνερο της πισίνας για τη θεραπευτική αρμύρα της θάλασσας. Το μόνο παρήγορο είναι πως αυτοί που το κάνουν αυτό είναι στην τραγελαφική τους πλειοψηφία ξένοι κουτόφραγκοι οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, ούτε γιατί ήρθαν σε μια μεσογειακή χώρα.

Αλλά για κάτσε. Τις προάλλες που βρισκόμουν σε άλλο τουριστικό θέρετρο, σε συζήτηση που είχα με παιδί του γυμνασίου, άκουσα το εξής τραγελαφικό: ορισμένα παιδιά, θεωρούν πως η πισίνα (πάλι δίπλα στη θάλασσα έτσι; ) είναι πιο in από την τρε μπαναλ παραλία την οποία την έχουν κάθε μέρα και τη σνομπάρουν…

Λοιπόν εντάξει. Δεν θα βάλω μυαλό ούτε στα εισαγόμενα κουτορνίθια, ούτε στους εκολαπτόμενους in καράβλαχους. Το πράγμα είναι απλό. Θα συλλέξω αίμα περιόδου τελευταίων ημερών (για να είναι και λίγο καφετί) σε ειδικά μπουκαλάκια χημικού πολέμου και όπου βλέπω πισίνα δίπλα σε θάλασσα, να έχει fans που απλώνουν τις κορμάρες τους απολαμβάνοντας cosmopolitan (αντρικλίκια), απλά θα αδειάζω ένα μπουκαλάκι μέσα στην πισίνα για χρωματάκι, ευωδιά και με σκοπό να κάνω την πισίνα ιαματική. Αρκετά πια μ’αυτήν την ανεγκέφαλη άρνηση.



Tuesday, April 8, 2014

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Η πασαρέλα της παραλίας

Ένα από τα λίγα πράγματα που με κάνουν να χαμογελάω, είναι η θέα μιας καθαρής θάλασσας το καλοκαίρι. Γενικότερα θεωρώ εαυτόν εξαιρετικά τυχερό που βρίσκομαι σε μια χώρα με πάνω από δεκαέξι χιλιάδες χιλιόμετρα ακτογραμμή. Βέβαια, όλα είναι θέμα οπτικής γωνίας και συνήθως –ευτυχώς ίσως- αυτή διαφέρει από άτομο σε άτομο. Στην προκείμενη βέβαια δεν πρόκειται περί ευτυχήματος αλλά περί ανωμαλίας καθώς είναι πάρα πολύς ο κόσμος που θεωρεί εαυτόν τυχερό γιατί βρίσκεται στη χώρα με μια από τις μεγαλύτερες πασαρέλες ανά τον κόσμο. Μια πασαρέλα που μπορεί να χωρέσει ολόκληρη τη ματαιοδοξία του καθενός.

Έτσι λοιπόν αρχίζει η παλαβή προετοιμασία της δημόσιας επίδειξης από νωρίς, η οποία φυσικά γαλουχείται και από όλα τα μέσα καθώς αρχίζει από νωρίς το πιπίλισμα για τις δίαιτες αστραπή που θα μας βγάλουν φάμπιουλους (σε άπταιστη προφορά τραχανοπλαγιάς) στην παραλία.

Η κατάληξη είναι πάντα η ίδια: Πας στην παραλία με τα κρυστάλλινα νερά και παρατηρείς ότι όλοι φοράνε το μαγιό που είναι στη μόδα και κοιτάζουν πώς να δειχτούν καλύτερα σε ένα δημόσιο χώρο. Στην καλύτερη δε, άντε να μπουν μέσα για να πλατσουρίσουν στα 5 μέτρα από εκεί που σκάει το κύμα.

Εκεί βέβαια που ράβω τις κόρες των ματιών μου με σκουριασμένη βελόνα και σύρμα ενώ παράλληλα βγάζω ότι έχει περισσέψει από τη διαδικασία χώνεψης (σέβομαι πολύ το φαγητό για να το σπαταλήσω), είναι όταν βλέπω κάτι τσόκαρα να μπαίνουν μέσα και να προσέχουν να μη βραχεί το κεφαλάκι τους γιατί θα χαλάσει η κόμμωση. Μιλάμε για το απαύγασμα της ανεγκεφαλιάς, της ματαιοδοξίας και γενικότερα όλης της ηλιθιότητας που κυκλοφορεί ελεύθερη και μας πιάνει χώρο.

Αλλά προφανώς έχουμε να κάνουμε με τέτοιου βαθμού ξόανα που ούτε καν περνάει από το μυαλό τους ότι αντί να λιμοκτονούνε με ηλίθιες και βλαβερές –στις περισσότερες περιπτώσεις- δίαιτες, μπορούν απλώς να μπουν μέσα στη θαλασσίτσα, να κολυμπήσουν και να νιώσουν και να καταλάβουν πως το κολύμπι είναι κλάσεις ανώτερο από οποιαδήποτε τρεντογιόγκα ή γαμοπιλάφες (εεεεε έχετε φάει γαμοπίλαφο; Όχι;;;;  ααααχαχαχαχχαχαχα καλύτερα, περισσότερο για ’μένα) και είναι παράλληλα εξαιρετική αεροβική άσκηση.

Ρε ζωντόβολα που έχετε μύξες συναχωμένης μύγας για μυαλό, αν δεν θέλετε να μπείτε στο νερό, για ποιο λόγο γεμίζετε τους δρόμους και δημιουργείτε κυκλοφοριακά προβλήματα σ’εμάς που θέλουμε να χαρούμε το θείο δώρο που λέγεται θάλασσα; Τραβάτε στην ταράτσα του σπιτιού σας και ξεροψηθείτε μέχρι να μοιάζετε με τη γλίτσα που μένει στον πάτο του βόθρου. Ούτως ή άλλως συγγενής σας είναι και αυτή (η γλίτσα) οπότε θα κρατήσετε και επαφές με το σόι.


Monday, April 7, 2014

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Η ελληνίδα μάνα


Πριν ξεκινήσω, να ξεκαθαρίσω κάτι: Είμαι δεινός οπαδός της «μεσογειακής» οικογένειας που κρατάει τους δεσμούς και ας γίνεται υπερβολική τις περισσότερες φορές. Αυτό το πρότυπο της βόρειας Ευρώπης και της Αμερικής «Α, έχω παιδί …ναι… άντε να γίνει δεκαοχτώ να ξεκουμπιστεί από ‘δω μέσα» με απωθεί, με εκνευρίζει και αποτελεί έναν παραπάνω λόγο για να τους βρίζω όλους αυτούς εκεί πάνω. Αυτό για αρχή.

Τι λέγαμε; Α. Eλληνίδα μάνα. Δύο λέξεις, ατελείωτες έννοιες. Όποιος τις ακούσει, οι πρώτες λέξεις που του περνάνε από το μυαλό είναι καθημερινά πράγματα όπως ζακετάκι, φαγητό, μουρμούρα, γκρίνια και άλλα. Η ελληνίδα μάνα όμως δεν είναι κάτι τόσο απλό που απλά συγχέεται με τέτοιες ποταπές έννοιες. Είναι κάτι το υπερβατικό. Είναι κάτι πέρα από τα όρια κατανόησης που μπορεί να έχει ένας κοινός νους. Είναι απλά πιο μακριά.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η ελληνίδα μάνα κατάφερε να είναι παγκοσμίως γνωστή και να αποτελεί εξαγώγιμο προϊόν ακόμα και για το hollywood. Γενικότερα πρόκειται περί μιας Ιδέας η οποία δύσκολα μπορεί να οριστεί από τις απλές καθημερινές λέξεις. Μια Ιδέα που στέκεται μόνο σε υπερφυσική διάσταση, καθώς η ελληνίδα μάνα μπορεί να επιδείξει υπερφυσικές δυνάμεις που δεν συναντώνται στη φύση.

Μιλάς ψιθυριστά σε τρίτο άνθρωπο και ξαφνικά ακούγεται η φωνή της ελληνίδας μάνας που είναι τρια δωμάτια –με κλειστές τις πόρτες- πιο πέρα, να σου απαντάει κάτι σε στυλ «στα ‘λεγα εγώ αλλά δε με άκουγες» ή π.χ. έχεις βγει βόλτα με κάποιο θηλυκό και παρουσιάζεται μπροστά σου ντάμα μπαστούνι κρεμάμενη από αναρριχητικό γάντζο από παραπλήσιο εικοσαόροφο κρατώντας μια ζακέτα, γκρινιάζοντας ότι θα κρυώσεις και στο τέλος –για να βάλει και το κερασάκι στην τούρτα- σου θυμίζει ότι δεν είναι σωστό το σεχ (με Χ) χωρίς προφυλάξεις. Γενικότερα δηλαδή μιλάμε για γεγονότα που σε ωθούν στον αυτοτραυματισμό με τάσεις αυτοκτονίας…

Ξεκινώντας μια άλλη προσέγγιση, αυτή του γιού, μπορώ να πω με σιγουριά οτι η ελληνίδα μάνα πάσχει από οιδιπόδειο. Προφανώς αυτό δεν μπορεί να συμβεί με τις κόρες γιατί έχουν τελείως άλλη σχέση και ως γνωστόν καμία γυναίκα δεν "πάει" άλλη γυναίκα. Αντίθετα με τους πατεράδες που στα μάτια του γιου, βλέπουν το κολλητάρι τους που θα μιλάνε για μπάλα, αμάξια και άλλες χαζομάρες. Όταν όμως η ελληνίδα μάνα κάνει το γιό, εκεί το κοντερ τερματίζει. Τον ερωτεύεται. Τελεία και παύλα. Το παιχνίδι είναι χαμένο τελείως για το γιο και το μόνο που μένει είναι κάτι λεπτομέρειες για το πόσο έχει δαγκώσει τη λαμαρίνα μαζί του. Μη χαχανίζετε και με περνάτε για ανώμαλο, έτσι είναι. Και είναι πολύ απλό το γιατί: Ο γιός είναι ο μοναδικός Άντρας στη ζωή μιας γυναίκας που κυριολεκτικά μπορεί να τον κάνει οτι θέλει και να τον διαμορφώσει όπως θέλει. Κάτι που δε θα καταφέρει να κάνει ποτέ στον Άντρα-σύζυγο της γιατί τον έχει ήδη διαμορφώσει άλλη γυναίκα και δη η μάνα του. Ακούγεται τρομακτικό. Και όμως είναι. Από τις στυλιστικές επιλογές, όπου ποιός δεν έχει αισθανθεί άπειρο ρεζιλίκι βλέποντας παιδικές του φωτογραφίες, μέχρι και τη συμπεριφορά όπου πάει να προσάψει στο γιό τη γυναικεία κακοψυχία που τη διακατέχει. Εκεί μόνο ο πατέρας μπορεί να βάλει χέρι και να σώσει την κατάσταση.

Προέκταση της κατάστασης είναι όταν η ελληνίδα μάνα αντιλαμβάνεται ότι ο γιός βρήκε γκόμενα για σοβαρή σχέση. Εκεί ξεκινάνε τα «ωιμέ» δράματα όπου η ελληνίδα μάνα δίνει ρεσιτάλ που δεν το ονειρεύτηκε ούτε ο Αισχύλος όταν εμπνεύστηκε την έννοια της τραγωδίας. Και ίσως είναι η μόνη στιγμή στη ζωή μιας μάνας που εμπεριέχει κάτι ψίχουλα λογικής… Ξέρεις τι είναι να θρέφεις το βλαστάρι σου –και Άντρα των ονείρων σου –μην ξεχνιόμαστε- για 25-30-40 συνεχή χρόνια και να έρχεται το κάθε τσουλί (είπαμε καμία γυναίκα δεν πάει άλλη γυναίκα) και να σου παίρνει τα κόπια σου μέσα από τα χέρια σου;

Πριν από αρκετό καιρό είχα μιλήσει για τους πατεράδες που θέλουν οι κόρες τους να παραμείνουν παρθένες και μεταθάνατον, πιθανότατα γιατί πιστεύουν πως όταν οι κόρες τους τον παίρνουν, αισθάνονται ότι τον παίρνουν και αυτοί, συν ότι ξέρουν την αντρική νοοτροπία στο «πηδάω τσουλάκια» οπότε θέλουν να αποφύγουν τον χαρακτηρισμό για την κόρη τους. Εδώ όμως με την ελληνίδα μάνα, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Η ελληνίδα μάνα έχει επενδύσει τη ζωή της στο γιό της και ξαφνικά της τον κλέβουν μέσα από τα χέρια.

Και εκεί είναι που η ελληνίδα μάνα βάζει τη γυναικεία σκατομυαλιά και μικροψυχιά της για να εκδικηθεί το τσουλάκι που της έκλεψε τον Άντρα των ονείρων της: Δεν υπάρχει ελληνίδα μάνα που να δεχτεί –ως πεθερά- τη νύφη της. Τελεία και παύλα. Όσες ελληνίδες μανάδες εκεί έξω το παίζετε ανοιχτόμυαλες και προοδευτικές, σας έχω νέα: είστε το ίδιο ανώμαλες και απλά δεν το παραδέχεστε.

Όταν λοιπόν ο γιός –και Άντρας των ονείρων της- φεύγει από το σπίτι, η ελληνίδα μάνα ξεκινάει το καταχθόνιο σχέδιό της για να εκδικηθεί το τσουλάκι που της τον έκλεψε. Η ελληνίδα μάνα μεταμορφώνεται σε Ηρακλή Που(α)ρό και ελέγχει εξονυχιστικά τη δύσμοιρη τη νύφη της, σε σημείο που να μην αντέχεται. Από το πώς πεταρίζει τα βλέφαρά της («Μου τον τύλιξε το μουρόχαυλο, τίποτα δεν τον έμαθα!!») μέχρι τα ακάρεα της σκόνης που θα υπάρχουν κάτω από το σεμεδάκι που η ίδια επέβαλε να υπάρχει πάνω από την τηλεόραση («Εκτός από τσουλάκι είναι και βρωμιάρα!»).

Εδώ βέβαια ανοίγει μια παρένθεση την οποία κανείς δεν περιμένει να διαβάσει από εμένα αλλά είναι γεγονός οπότε δεν μπορούμε και να το κρύψωμεν άλλωστε: Ο γιός είναι τόσο μαμάκιας που ελάχιστες φορές αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να υπερασπιστεί το ταίρι του απέναντι στο αδηφάγο τέρας που λέγεται ελληνίδα μάνα. Τι να κάνουμε, είμαστε λογικότεροι αλλά όχι τέλειοι…

Η κόντρα συνεχίζεται ες αεί με την ελληνίδα μάνα να δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας και κακίας ανά πάσα ώρα και στιγμή. Το μόνο που αλλάζει είναι πως με τον καιρό πλέον δεν το κάνει μπροστά στη νύφη της ούτε στο γιό της, αλλά σίγουρα δε θα χάσει την ευκαιρία να κακολογήσει πρώτα τη νύφη –και ενίοτε το γιό- στις καρακακιασμένες κατινοφίλες της που είναι και αυτές τόσο κακιασμένες που την κακολογούν πίσω από την πλάτη της. Είπαμε γυναικεία φιλία, ΔΕΝ υπάρχει.

Γενικότερα, η πικρή αλήθεια είναι πως ό,τι και να γράψω, όσο και να μακρηγορήσω, δεν μπορώ να ξύσω καν την επιφάνεια του όντος –ή καλύτερα της Ιδέας- που αποκαλείται «ελληνίδα μάνα». Και το χειρότερο από όλα μα όλα, το έχω ήδη πει αλλά μπορεί άνετα να αποτελέσει και επίλογο στο παρόν πόνημα:

Η πίκρα της υπόθεσης, δεν είναι ότι οι μανάδες μας είναι έτσι όπως είναι. Η πίκρα της υπόθεσης είναι πως όλες εσείς που δεν έχετε γίνει ακόμη μανάδες και διαβάζετε αυτές τις γραμμές, σκέφτεστε πόσο δίκιο έχω, ενώ βρίζετε τις –to be- πεθερές σας, ενώ μόλις θα γίνετε οι ίδιες μανάδες, απλά θα διαιωνίσετε την απόκοσμη Ιδέα που ακούει στο όνομα «ελληνίδα μάνα». Γιατί περί Ιδέας πρόκειται, καθώς δεν υπάρχει τίποτα σ’αυτόν τον κόσμο που να της μοιάζει…

Κοινώς, την έχουμε βαμμένη….
Ευλόγησον.


Tuesday, April 1, 2014

Η σκατοψυχιά της ημέρας: Και από φωνή… κορμάρα….

Στο πρόσφατο παρελθόν, ο Mikeius είχε γράψει πως στα 80’s και λίγο στις αρχές των 90’s δε χρειαζόταν να βγάλεις ποδάρες ή κωλομέρια ή κοιλιακούς για να γίνεις φίρμα στο eMpTy-V. Όπως σε πολλά άλλα, έτσι και σε αυτό είχε δίκιο. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής, ήταν να γίνονται φίρμες διάφορα όντα ακαθορίστου φύλου ή παντελώς ασέξουαλ. Ονόματα δε λέμε, σπίτια δεν κλείνουμε, προσώπατα δε θίγουμε. …. Ακόμα…. Έτσι λοιπόν καταντούσαμε να βλέπουμε διάφορα κοριτσάκια που θέλανε να γίνουν αγοράκια -ελπίζω να το κατάφεραν τώρα που η ιατρική έχει κάνει τη μετάβαση ακόμα πιο εύκολη-, διάφορα αγοράκια που ήθελαν να γίνουν κοριτσάκια –ελπίζω να το κατάφεραν και αυτοί- και γενικότερα κάτι μπερδεμένα πράγματα που ναι μεν τα είχαμε συνηθίσει ως αισθητική αλλά αυτό δεν τα έκανε να είναι και ωραία…

Και φυσικά τι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις που έχουμε μια ακραία κατάσταση από τη μια μεριά; Μα εννοείται πως με πολύ σύντομους ρυθμούς πηδάμε στο άλλο άκρο για να ισορροπήσουμε την κατάσταση. Ξαφνικά λοιπόν, από εκεί που  ήταν της μόδας η κελεμπίες και τα σαλβάρια με σκοπό να μη φαίνεται ίχνος σάρκας, τώρα πλέον οι περισσότερες βγαίνουν με κάτι δείγματα ρούχων τα οποία αποτυγχάνουν τραγελαφικά να παίξουν το ρόλο τους ως ρούχα γιατί πολύ απλά είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Η τελευταία μόδα βέβαια που έχει κυριαρχήσει εσχάτως, είναι τα «παντελόνια» που όμως –ουσιαστικά- δεν έχουν μπατζάκια αλλά σταματάνε ακριβώς κάτω από το κωλομέρι –γιατί η χυδαιότητα ορίζεται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε δεκαετία- ώστε να μη θεωρείται πως η εκάστοτε καλλιτέχνιδα ανεβαίνει επί σκηνής όπως τη γέννησε η μανούλα της.

Άσχετο μεν αλλά σαν «ρούχο» (ο Lombardo να το κάνει ρούχο αυτό το πράμα) είναι πλήρως αποτυχημένο μιας που –συνήθως- ανεβαίνει πάνω από τον αφαλό, δε δείχνει μέση και τελικά μοιάζει σαν υπερτροφική βράκα που θα φορούσε ο Πάγκαλος μπερδεύοντάς την με το pretty pants που πάντα ήθελε να φορέσει αλλά δε χωρούσε.

Αλλά ακόμα και οι στυλιστικές –μου- ανησυχίες ωχριούν μπροστά στο τελικό αποτέλεσμα του να έχεις μια τέτοια δεσποινίδα επί σκηνής. Διότι εμφανώς όταν ξημεροβραδιάζεσαι στο γυμναστήριο και αυτοκτονείς με δίαιτες από πράσινες μύξες, δε σου μένει χρόνος ή διάθεση ώστε να ασχοληθείς με τη φωνή σου…

Και ερχόμαστε λοιπόν στο προκείμενο που με βρίσκει με εξαίρετη παρέα σε κέντρο της Λ. Συγγρού (δυστυχώς όχι Πανούλη αλλά θα το φτιάξουμε και αυτό) να χαζεύουμε τα διάφορα «ονόματα» πριν βγει το μεγάλο «όνομα» του κέντρου… Κάποια στιγμή λοιπόν, εμφανίζεται πασίγνωστη δεσποινίδα (hint: το πρώτο όνομα είναι Σάσα) η οποία έχει βγάλει τα χείλη της βόλτα (αν δεν αντιλαμβάνεστε για ποια χείλη μιλάω δεν πειράζει, ελάτε αύριο με τον κηδεμόνα σας) πάνω στη σκηνή και γενικώς περιφέρεται παρέα με ένα μικρόφωνο σαν χαμένο κουτάβι μέσα σε κόσμο.

Καθώς προχωράει το πρώτο τραγούδι και αφού έχουν γίνει οι γνωστοί «σωματομετρικοί έλεγχοι» (τους οποίους –ομολογουμένως περνούσε) αντιλαμβάνομαι πως ουκ ολίγες φορές η φωνή της χάνεται. Όχι γιατί δεν ξέρει να χειριστεί το μικρόφωνο… Απεναντίας, ο χειρισμός είναι αψεγάδιαστος –λέμε τώρα. Το πρόβλημα είναι πως ο ηχολήπτης –έχοντας βαρύ το αίσθημα της ευθύνης απέναντι σ’εμάς τους πελάτες- αρνείται να αφήνει όλες τις φάλτσες ριπές να έρχονται κατά πάνω μας και μας προστατεύει κατεβάζοντας στον πάτο τη «φέτα» (όχι το τυρί ρεεεεεε)  που αντιστοιχεί στο μικρόφωνό της, όταν αυτή αποφασίζει να τσιρίξει σαν βραχνιασμένη γριά γάτα που θέλει να ζευγαρώσει ακόμα και με αρουραίο γιατί κανείς δεν την προτιμά. Φίλε, αισθάνομαι τον πόνο σου.

Αποτέλεσμα βέβαια είναι να γίνεται η γνωστή κατάσταση «Βλέπω στο mute» για λόγους αυτοπροστασία και για να μη χάσουμε την πίστη στην ανθρωπότητα.

Πολύ θα ήθελα να καταλήξω στο ότι με ενοχλεί η όλη κατάσταση όπου τα πάντα κρίνονται βάση της εμφάνισης και δεν παίζει σχεδόν κανένα ρόλο το πόσο ικανός είσαι αλλά το πόσες γνωριμίες έχει ο μάνατζερ σου και πόσες ώρες χαλάς στο γυμναστήριο, είτε είσαι επίδοξη αοιδός είτε είσαι επίδοξος Peter Andre (ουφ προδίδομαι) αλλά τελικά δε με πειράζει. Στο δικό μου μυαλό έχω ξεκάθαρους τους λόγους που ακούω το κάθε είδος μουσικής, οπότε όταν θα αποφασίσω να πάω να δω τον –πολύ καλό- Τσαλίκη (ουπς!) δε με πειράζει να βλέπω και τα διάφορα αγοράκια και κοριτσάκια που βγαίνουν επί σκηνής, όπως βγαίνουν. Στο κάτω κάτω, κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα και είμαστε όλοι ευχαριστημένοι. Α εκτός από τις διάφορες ζηλόφθονες συνοδούς που άλλη δουλειά δεν έχουν…..